του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
‘Ολος ο κόσμος περίμενε ότι το τηλεοπτικό διάγγελμα του Μπαράκ Ομπάμα προς το αμερικανικό έθνος, το βράδυ της περασμένης Τρίτης, θα ήταν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν στην προαναγγελθείσα στρατιωτική εκστρατεία των ΗΠΑ εναντίον της Συρίας. Αντί γι αυτό, παρακολουθήσαμε ένα μνημείο πολιτικής ασυναρτησίας. Τα χημικά όπλα του Άσαντ αποτελούν “απειλή” για την αμερικανική εθνική ασφάλεια, αλλά όχι και τόσο “άμεση απειλή”, επομένως ο πόλεμος μπορεί να περιμένει. Η Αμερική καλωσορίζει την πρωτοβουλία των Ρώσων για παράδοση του συριακού, χημικού οπλοστασίου στη διεθνή κοινότητα, αλλά δεν εμπιστεύεται τους Ρώσους. Το Κογκρέσο πρέπει να κρατήσει τη Δαμόκλειο Σπάθη του πολέμου πάνω από το κεφάλι του Άσαντ, αλλά και να αναβάλει τη σχετική ψηφοφορία επ’ αόριστον. Η Αμερική “δεν είναι παγκόσμιος χωροφύλακας”, είναι όμως ένα “εξαιρετικό έθνος”, που “κάνει τη διαφορά”. Εν ολίγοις: ή θα βρέξει, ή θα χιονίσει, ή καλό καιρό θα κάνει!
Γεγονός είναι ότι, χάρη στην πολύκροτη ρωσική πρωτοβουλία, τα τύμπανα του πολέμου σίγησαν προσωρινά, δίνοντας τη θέση τους σε ένα πυρετό διπλωματικών διαβουλεύσεων ανάμεσα στην Ουάσινγκτον, τη Μόσχα και τη Γενεύη. Γράφτηκε στο διεθνή Τύπο ότι όλα ξεκίνησαν από μια φραστική γκάφα του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι, ο οποίος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, είχε δηλώσει ότι ο Άσαντ θα μπορούσε να αποφύγει, έστω στις δώδεκα παρά πέντε, τον πόλεμο, αν παρέδιδε τα χημικά του όπλα. Σχήμα λόγου ήταν, βρε αδελφέ, βγήκε να διευκρινίσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά τα σαΐνια της ρωσικής διπλωματίας εκμεταλλεύτηκαν το “ολίσθημα” του Κέρι και παγίδευσαν την Αμερική με το ευφυές στρατήγημά τους, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή των πραγμάτων.
Όποιος θέλει, το πιστεύει. Πάντως, ρωσικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν- και ο ίδιος ο Ομπάμα εμμέσως επιβεβαίωσε στο διάγγελμά του- ότι η ιδέα αυτή είχε συζητηθεί μεταξύ του Αμερικανικού προέδρου και του Ρώσου ομολόγου του στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του G20, στην Αγία Πετρούπολη.
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση του Κρεμλίνου, πέραν του ότι προσδίδει διεθνές κύρος στη Ρωσία, λειτουργούσε ως σωσίβιο που πέταξε, την κρίσιμη στιγμή, ο… Βλαντιμίρ Πούτιν στον Μπαράκ Ομπάμα!
Αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο Αμερικανός πρόεδρος συρόταν από τα “γεράκια” της Ουάσιγκτον και τους Ισραηλινούς συμμάχους τους σε μια στρατιωτική εμπλοκή που πάσχιζε να αποφύγει εδώ και δυόμιση χρόνια. Από τη στιγμή, δηλαδή, που ξέσπασε μια δίκαιη, λαϊκή, δημοκρατική εξέγερση εναντίον του απολυταρχικού καθεστώτος Άσαντ, για να εκφυλιστεί γρήγορα σε έναν φριχτό εμφύλιο πόλεμο, με μία πολυδιασπασμένη αντιπολίτευση, στο στρατιωτικό σκέλος της οποίας έχουν καθοριστικό ειδικό βάρος οι πιο σκοταδιστικές, ισλαμικές ομάδες, τις οποίες δικαίως δεν εμπιστεύεται η Ουάσιγκτον. Ο Ομπάμα λοιπόν σύρθηκε, αλλά χωρίς πεποίθηση και χωρίς ξεκάθαρο στρατηγικό στόχο, γεμάτος δισταγμούς, κοιτάζοντας διαρκώς πίσω από την πλάτη του, αναζητώντας έξοδο κινδύνου από το λαβύρινθό του.
Στο σκάκι και στον πόλεμο, το να μην έχεις σχέδιο είναι πολύ χειρότερο από το να έχεις ένα κακό σχέδιο. Δίβουλος και αναποφάσιστος, ήταν επόμενο ο Ομπάμα να απομονωθεί διεθνώς όσο δεν είχε απομονωθεί ούτε ο προκάτοχός του, Τζορτζ Μπους, στον πόλεμο κατά του Ιράκ.
Εναντίον του πολέμου και υπέρ της πολιτικής λύσης τάχθηκαν όχι μόνο Ρωσία και Κίνα, αλλά και ο ΟΗΕ, ο Πάπας, ολόκληρη η Λατινική Αμερική και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- με μια από τις πιο γελοίες εξαιρέσεις την Ελλάδα των Σαμαρά και Βενιζέλου, οι οποίοι εμφανίστηκαν βασιλικότεροι της Βρετανίας και πολεμικότεροι της Αμερικής. Ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε καν η πιστή Γηραιά Αλβιώνα δεν παρατάχθηκαν στο πλευρό της Ουάσιγκτον.
Ακόμη χειρότερα διαγράφονταν τα πράγματα για τον Ομπάμα στο εσωτερικό μέτωπο. Με το φάντασμα του Ιράκ να ρίχνει βαριές σκιές και με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης ακόμη πολύ οδυνηρές, μια διαρκώς αυξανόμενη πλειονότητα Αμερικανών (κόντευε να φτάσει το 70% την εβδομάδα που πέρασε) τασσόταν εναντίον μιας νέας πολεμικής περιπέτειας σε μια χώρα που απέχει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα. Η πίεση της κοινής γνώμης, αλλά και ο διχασμός της ίδιας της άρχουσας τάξης αντανακλώνταν στην απροθυμία του Κογκρέσου να δώσει το πράσινο φως. Από τις αρχές της εβδομάδας, οι Αμερικανοί αναλυτές προεξοφλούσαν ότι ο Ομπάμα θα έχανε κατά πάσα βεβαιότητα την ψηφοφορία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ δεν ήταν σίγουρο αν την κέρδιζε και σε αυτήν την πιο ελεγχόμενη από τα “κέντρα” Γερουσία.
Σωσίβιο, λοιπόν, για τον Ομπάμα η ρωσική πρόταση, αλλά ο πόλεμος κάθε άλλο παρά έχει οριστικά διαγραφεί από την ημερήσια διάταξη. Πρώτα απ’ όλα, γιατί η παράδοση και καταστροφή του συριακού, χημικού οπλοστασίου είναι αδιανόητη μέσα στο χάος ενός εμφυλίου πολέμου που δεν έχει ξεκάθαρο μέτωπο, αλλά απλώνεται σαν φονικό φράκταλ σε όλη τη χώρα, σε κάθε πόλη, χωριό και γειτονιά. Επομένως, η υλοποίηση της ρωσικής πρότασης ουσιαστικά προϋποθέτει ανακωχή στο συριακό εμφύλιο πόλεμο και αποστολή μεγάλης δύναμης παρατηρητών του ΟΗΕ. Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση έστω και του περιορισμένου ζητήματος των χημικών όπλων δεν είναι νοητή αν δεν ανοίξει ταυτόχρονα η διαδικασία πολιτικής επίλυσης του ευρύτερου συριακού προβλήματος. Μέχρι στιγμής, όμως, ούτε η Αμερική, ούτε η Ρωσία, ούτε η κυβέρνηση του Άσαντ, ούτε βέβαια η πολυδιασπασμένη συριακή αντιπολίτευση δείχνουν έτοιμες για έναν ιστορικό συμβιβασμό αναφορικά με την “επόμενη ημέρα” στην πολύπαθη Συρία.