Του Άρη Χατζηστεφάνου
Εξελίξεις στις σχέσεις της Ουάσινγκτον με την Τεχεράνη πυροδοτεί η συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία, μετά τη διπλωματική συμφωνία των υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ και Ρωσίας που απέτρεψε, προς το παρόν, τη στρατιωτική επέμβαση. Μετά την πρόταση του Ιρανού ηγέτη Χασάν Ρουχάνι να εγγυηθεί ότι το Ιράν δεν θα προχωρήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων, Αμερικανικοί διπλωμάτες φέρονται να προετοιμάζουν το έδαφος για μια απευθείας συνάντηση των προέδρων ΗΠΑ και Ιράν ενδεχομένως ακόμη και αυτή την εβδομάδα, στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Η Τεχεράνη, έχοντας στο τιμόνι έναν από τους πλέον φιλοδυτικούς προέδρους των τελευταίων δεκαετιών, ζητά ως αντάλλαγμα χαλάρωση των οικονομικών κυρώσεων, οι οποίες έχουν αρχίσει να προκαλούν ισχυρούς τριγμούς στα θεμέλια της οικονομίας. Καθώς ο πληθωρισμός κινείται στο 40% και ορισμένοι τομείς της ιρανικής βιομηχανίας έχουν μειώσει την παραγωγή τους έως και κατά 30%, παρατηρείται εκρηκτική αύξηση της ανεργίας με απρόβλεπτες συνέπειες για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος.
Ένα μεγάλο τμήμα της ιρανικής αστικής τάξης λοιπόν, και συγκεκριμένα οι επιχειρηματίες του εξαγωγικού τομέα, ασκούν πιέσεις για κάποιου είδους συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Κεντρικό ρόλο σε ενδεχόμενη προσέγγιση Ουάσινγκτον – Τεχεράνης αναμένεται να παίξει και ο νέος υπουργός πετρελαίου του Ιράν, Μπιτζάν Ζανγκανέχ, ο οποίος είχε υπογράψει σειρά ενεργειακών συμφωνιών με εταιρείες της Δύσης, όταν βρέθηκε στο ίδιο πόστο στο διάστημα 1997-2005. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως απειλεί άμεσα το «πορτοφόλι» των παραδοσιακών πυλώνων του ιρανικού πολιτικού κατεστημένου, όπως οι Φρουροί της Επανάστασης. Είναι λοιπόν δεδομένο ότι δεν πρόκειται να περάσει χωρίς ισχυρότατες αντιδράσεις και πολιτική σύγκρουση.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, επικρατεί επίσης πολιτικός αναβρασμός σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Τεχεράνη και κατ’ επέκταση τη στάση απέναντι στη Συρία. Η παλιά παρέα των νεοσυντηρητικών αλλά και το ισραηλινό λόμπι ασκούν ασφυκτικές πιέσεις ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε προσέγγιση.
Το Ισραήλ εμφανίζεται από αρκετούς αναλυτές ως ενισχυμένο γεωστρατηγικά, παρά το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε η επέμβαση στη Συρία όπως επιθυμούσε. Τα κύματα προσφύγων που συρρέουν προς τον Λίβανο και ίσως αργότερα και προς την Ιορδανία, αποτελούν παράγοντες απσταθεροποιήσης των δύο αυτών χωρών. Την ίδια στιγμή, η απαράδεκτη στήριξη της Χεζμπολάχ του Λιβάνου προς το καθεστώς Άσαντ, της έχει στερήσει ένα σημαντικό τμήμα από την αίγλη που απολάμβανε ως η δύναμη που ταπείνωσε τον ισραηλινό στρατό αλλά και ως αποτέλεσμα της ανθρωπιστικής της δράσης στο Νότιο Λίβανο.
Στο ίδιο μήκος κύματος με το Ισραήλ κινείται όμως και η Σαουδική Αραβία, η οποία τους τελευταίους μήνες έχει αναλάβει εργολαβικά την κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Συρία, εξοπλίζοντας τα πιο ακραία στοιχεία των ανταρτών. Από τα μέσα του 2012, όταν ο πρίγκηπας Μπαντάρ τοποθετήθηκε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, το Ριάντ κινείται σε πολύ πιο ακραίες θέσεις ακόμη και από τις ΗΠΑ, έχοντας δημιουργήσει μια ανομολόγητη και ανίερη συμμαχία με το Ισραήλ εναντίον του Ιράν.
Οι εξελίξεις αυτές σε καμία περίπτωση δεν ακύρωσαν το ενδεχόμενο στρατιωτικής δράσης εναντίον της Συρίας στο μέλλον. Η συμφωνία της Γενεύης μεταξύ των υπουργών εξωτερικών της Ρωσίας και των ΗΠΑ προβλέπει ότι η επίθεση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε περίπτωση που το καθεστώς Άσαντ δεν «συμμορφωθεί πλήρως» με τις εντολές των επιθεωρητών για το χημικό του οπλοστάσιο.
Όπως μας δίδαξε όμως η περίπτωση του Ιράκ, ο όρος «συνεργασία» επιδέχεται πολλές ερμηνείες, ενώ στο παρελθόν δεν έχουν λείψει και οι προβοκάτσιες με στόχο το έργο των επιθεωρητών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πρώτες ομάδες επιθεωρητών του ΟΗΕ που θέλησαν να ελέγξουν τις καταγγελίες για τη χρήση χημικών όπλων στη Συρία, δέχθηκαν πυρά από άγνωστους ελεύθερους σκοπευτές που προφανώς ήθελαν να ακυρώσουν ή να καθυστερήσουν τη διαδικασία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τη συμφωνία της Γενεύης οι ΗΠΑ υποβαθμίζουν de facto το ρόλο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, επιβεβαιώνοντας ότι δεν επιθυμούν πλέον ούτε την τυπική κάλυψη της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας για τις πολεμικές τους επιχειρήσεις.
Η στρατιωτική επέμβαση θα καθοριστεί αποκλειστικά από τις ισορροπίες ισχύος που προκύπτουν στην περιοχή και από το αν στο εσωτερικό των ΗΠΑ θα επικρατήσουν όσοι ζητούν ανάσχεση του Ιράν με στρατιωτικά ή με διπλωματικά μέσα. Η πολιτική του μαστίγιου και του καρότου φαίνεται προς το παρόν να αποδίδει και το μόνο βέβαιο είναι ότι τα κροκοδείλια δάκρυα της Δύσης για τις επιθέσεις με χημικά έκρυβαν την πρόθεση της Ουάσινγκτον να επιταχύνει τις διαδικασίες στη Μέση Ανατολή, έχοντας πάντα στο στόχαστρο το Ιράν και δευτερευόντως το καθεστώς Άσαντ.
Την ίδια ώρα, φυσικά, η αιματοχυσία και το δράμα εκατομμυρίων προσφύγων συνεχίζεται με αμείωτη ένταση στο εσωτερικό της Συρίας.
Από την πλευρά του, τo συριακό καθεστώς έκανε ορισμένες διερευνητικές κινήσεις για το ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός, αφήνοντας έναν από τους αντιπροέδρους, τον Κάντρι Τζαμίλ, να παρουσιάσει σχετική πρόταση στην εφημερίδα Γκάρντιαν. Καμία από τις δυο πλευρές όμως δεν προχωρά σε συγκεκριμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα, τα πιο εξτρεμιστικά στοιχεία των ανταρτών, που καμία σχέση δεν έχουν με τη γνήσια λαϊκή επανάσταση του συριακού λαού απέναντι στον αιμοσταγή δικτάτορα Άσαντ, απέρριψαν τη συμφωνία της Γενεύης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Παρ’ όλα αυτά, όλες οι πληροφορίες συνηγορούν στο ότι εξακολουθούν να δέχονται σημαντικές ποσότητες οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που διοχετεύεται από δυτικές κυβερνήσεις και τα καθεστώτα του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας.
Χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση του «σοσιαλιστή» προέδρου της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος σαν καρικατούρα των παλαιών αποικιοκρατών, ανακοίνωσε την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στους αντάρτες, ενώ πραγματοποιούσε περιοδεία στο –υπό στρατιωτική κατοχή– Μάλι.