του Μάκη Γεωργιάδη
Αναζητούνται νέες μορφές και νέα όργανα πάλης του κινήματος που θα στηρίζονται στην προγραμματική συμφωνία και την ενότητα δράσης
Διά πυρός και σιδήρου η σκληρότερη μνημονιακή κυβέρνηση υπερψήφισε το πολυνομοσχέδιο – τερατούργημα, το οποίο αποτελεί ακόμη μια πράξη στην οικοδόμηση της νέας βαρβαρότητας, χωρίς προσχήματα και χωρίς κανέναν απολύτως πλέον αστικό συνταγματικό μανδύα. Τα όσα εξελίχθηκαν εντός της αίθουσας του κοινοβουλίου από την έναρξη της συζήτησης έως την ονομαστική ψηφοφορία τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 18 Ιουλίου, δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τα τεκταινόμενα εκτός Βουλής. Στους δρόμους και στις πλατείες το συνδικαλιστικό κίνημα έδωσε μαχητικό «παρών» με πλειάδα απεργιακών κινητοποιήσεων, οι οποίες κορυφώθηκαν με την πανεργατική – πανελλαδική απεργία των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ την Τρίτη 17 Ιουλίου και την περικύκλωση της Βουλής το ίδιο βράδυ. Το ραντεβού μπορεί να ήταν στην πλατεία Συντάγματος, όμως το σημείο αναφοράς στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Οι περιβόητες «μεταρρυθμίσεις» τελικά εκτός από ανθρωποθυσίες για χάρη των δανειστών, δεν είναι παρά η επιστροφή στο προ του 1911 καθεστώς, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν έρμαια στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, απολυόμενοι και προσλαμβανόμενοι κατά περίσταση. Ένας αιώνας εργατικού δικαίου και εργατικών κατακτήσεων ξηλώνεται συθέμελα μέσα σε τρία χρόνια και δυστυχώς ακόμη και την τελευταία στιγμή, ο κατ’ ευφημισμόν υπουργός Εργασίας έρχεται με διάταξη για τον υπολογισμό του κατώτερου μισθού, η οποία περιλαμβανόταν επίσης στο πολυνομοσχέδιο και καταργεί επί της ουσίας τόσο το οκτάωρο όσο και την πενθήμερη εργασία. Συνεπώς τα πλήγματα για τον κόσμο της εργασίας είναι συνεχόμενα και θεμελιακών διαστάσεων, καθώς επιχειρείται η επαναφορά στις προ του Σικάγου εποχές.
Η επισήμανση αυτή είναι απαραίτητη για να κατανοηθεί το βάθος των αλλαγών και η κρισιμότητα των στιγμών που διανύουμε συνολικά για την εργατική τάξη. Είναι γεγονός ότι παρά το προχωρημένο του θέρους, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να απομονώνει και να χτυπά με ιδιαίτερη αγριότητα τμήματα των εργαζομένων είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα, με την καλλιέργεια του «κοινωνικού αυτοματισμού» και την εκμετάλλευση των επικοινωνιακών δικτύων προπαγάνδας, οι εργατικές αντιστάσεις είναι υπαρκτές, δυναμικές και ικανές να δημιουργούν προβληματισμό στην κυβέρνηση. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του τριημέρου με την ΠΟΕ-ΟΤΑ και την ΟΛΜΕ να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και μαζική συμμμετοχή στα συλλαλητήρια και την απεργία, έδωσαν το στίγμα της μάχης για τη δουλειά και την αξιοπρέπεια απέναντι σε όσους σχεδιάζουν ευθέως απολύσεις, «κινητικότητα» και «διαθεσιμότητες» για χιλιάδες ακόμη δημοσίους υπάλληλους όπως οι υγειονομικοί, οι οποίοι επίσης έδωσαν το στίγμα τους και πολλοί ακόμη κλάδοι.
Η πανεργατική απεργία της 18ης Ιουλίου ήταν το προνομιακό γήπεδο για να βγουν στους δρόμους ταξικά συνδικάτα, φορείς και οργανώσεις καθώς και όλο το φάσμα της Αριστεράς για να δώσουν τη μάχη εναντίον της λογικής του «αιφνιδίου θανάτου» ολόκληρων οργανισμών ή υπηρεσιών του Δημοσίου, εναντίον των απολύσεων στους δήμους και το ουσιαστικό κλείσιμο των τεχνικών σχολών και λυκείων με την κατάργηση 52 ειδικοτήτων και την απόλυση χιλιάδων καθηγητών και σχολικών φυλάκων.
Η «φωτεινή πλευρά» του φεγγαριού σε αυτήν τη διαδικασία περιλαμβάνει τους τριγμούς οι οποίοι αναπόφευκτα προκλήθηκαν στην κυβέρνηση. Όχι τόσο εξαιτίας των απωλειών στο επίπεδο της ψηφοφορίας, οι οποίες άλλωστε ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και αμφιλεγόμενες. Οι μαζικές διαδηλώσεις και απεργιακές συγκεντρώσεις σε 65 πόλεις και οι χιλιάδες εργαζόμενοι οι οποίοι περικύκλωσαν τη Βουλή και άλλα δημόσια κτίρια, δεν υπήρξαν καταλυτικός παράγοντας για την καταψήφιση του νομοσχεδίου, επιβεβαίωσαν όμως ότι το σπέρμα της ανατροπής υπάρχει στους δρόμους και είναι ικανό να τρομοκρατεί τους κυβερνητικούς βουλευτές, οι οποίοι αισθάνονται ήδη την πίεση στις εκλογικές τους περιφέρειες και από την άλλη υφίστανται τους ωμούς εκβιασμούς του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, Τ. Μπαλτάκου ο οποίος απείλησε με εκλογές μέσα στον Αύγουστο όσους σκέφτονταν να καταψηφίσουν κάποια άρθρα. Ο δρόμος αυτός σίγουρα δεν μπορεί να είναι μακρύς για την κυβέρνηση και αυτό μάλλον είναι πια κοινή συνείδηση στις Κοινοβουλευτικές Ομάδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που τρέμουν στο ενδεχόμενο μιας μαζικής λαϊκής κινητοποίησης που θα τους σαρώσει.
Όσο ξεδοντιασμένο και υποταγμένο στα κελεύσματα των κυρίαρχων κι αν είναι το ξεπερασμένο πια γραφειοκρατικό μόρφωμα του συνδικαλιστικού κινήματος και όσο κι αν απουσιάζει ακόμη από το προσκήνιο με όρους μαζικούς και επαναστατικούς η εργατική τάξη, εντούτοις η προοπτική και μόνο χειραφέτησης του εργατικού κινήματος συνολικά υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται από την ακραία ταξική πολιτική της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας είναι ικανή για να σπέρνει την ανησυχία στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό άλλωστε προχωρά σε απροκάλυπτες αντισυνταγματικές εκτροπές και ένταση του κατασταλτικού πλαισίου, που αποτελούν πλέον αναπόσπαστα στοιχεία για την εφαρμογή της πολιτικής του Μνημονίου.
Αρκούν όμως όλα αυτά; Δυστυχώς το ζήτημα είναι πολύ βαθύτερο και πολύ πιο κρίσιμο, σε μια περίοδο η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορική καμπή. Η «σκοτεινή πλευρά» του φεγγαριού πρέπει να απασχολεί πολύ περισσότερο στην παρούσα συγκυρία την εργατική τάξη αλλά και την Αριστερά, παρά την κυβέρνηση. Το δεδομένο που υπάρχει είναι πως ο αντίπαλος, το κεφάλαιο στο σύνολό του και η αστική τάξη της Ελλάδας σε δεύτερο πλάνο, έχουν στρατηγικό σχέδιο. Η απάντηση σε αυτές τις στρατηγικές επιλογές δεν μπορεί να είναι απλώς οι μαχητικές απεργίες και οι ηρωικοί αγώνες μεμονομένων και κατακερματισμένων κλάδων, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα. Απεργίες και μάχες χωρίς εκτεταμένες κοινωνικές συμμαχίες και δίχως ταξικό προσανατολισμό και πολιτικό περιεχόμενο. Συνήθως το αποτέλεσμα μετά και από την πιο ηρωική μάχη είναι τα αντεργατικά μέτρα να ψηφίζονται και οι αντιστάσεις να αναχαιτίζονται. Γεγονός το οποίο έρχεται να υπογραμμίσει την αναγκαιότητα σχεδίου και συγκέντρωσης δυνάμεων, συμμαχιών και μαχών εφ’ όλης της ύλης.
Τα βασικά μέτρα των μνημονίων αποδεικνύεται στην πράξη, ακόμη και με το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο, ότι αποσκοπούν στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Η καρδιά της εργατικής νομοθεσίας που αφορά τις συλλογικές συμβάσεις, το οκτάωρο, το πενθήμερο και κατ’ επέκταση το ύψος του μισθού ή τα όρια απολύσεων είναι πλέον ένα «πουκάμισο αδειανό», έρμαιο στα χέρια των καπιταλιστών. Αυτό που απειλείται στην πραγματικότητα δεν είναι απλώς τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και τα κεκτημένα του τελευταίου αιώνα, αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι όροι αναπαραγωγής της σύγχρονης εργατικής τάξης, η οποία οδηγείται ολοταχώς στην εξαθλίωση όχι σε κάποιες αναπτυσσόμενες οικονομίες αλλά στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο και τα ιμπεριαλιστικά του κέντρα, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ.
Συνεπώς, η απάντηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να είναι εφ’ όλης της ύλης. Η απάντηση αυτή δεν μπορεί να περιέχει πλέον λογικές ανάθεσης στα παρωχημένα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος, έστω κι αν αυτή η ανάθεση δίνεται πλέον και στην Αριστερά και μάλιστα σε όλες τις εκδοχές της, όπως δείχνουν οι πρόσφατες αρχαιρεσίες στο ΕΚΑ, στην ΟΛΜΕ, τη ΔΟΕ και σειρά ακόμη δευτεροβάθμιων ενώσεων και πρωτοβάθμιων σωματείων. Η απάντηση που αναζητούμε είναι αναγκαίο να στηρίζεται σε δύο βασικούς πυλώνες που αφορούν τη ριζική, ταξική και από τα κάτω ανασυγκρότηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος και γενναία και τολμηρά βήματα στη μετωπική πολιτική απ’ όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς παρά τις στρατηγικές διαφορές τους.
Η εποχή και η κρισιμότητα της ιστορικής φάσης που διανύουμε δεν χωράνε μικροψυχίες και τακτικισμούς. Χρειάζονται ενότητα στη δράση με πρωτοβουλία της βάσης, η οποία θα αναδείξει και τα νέα όργανα και τις νέες μορφές πάλης του συνδικαλιστικού κινήματος, στηριγμένη πάντα σε μια ενότητα προγραμματική με ξεκάθαρο πολιτικό στόχο για την ανατροπή της κυβέρνησης και κάθε κυβέρνησης των μνημονίων, με επίγνωση της αυτοτέλειας και της ανεξάρτητης συγκρότησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο είναι επί της ουσίας και το μόνο που μπορεί να έχει την πρωτοβουλία για την υπέρβαση αυτής της κοινωνίας, χωρίς ασφαλώς να αγνοούμε το ρόλο που θα παίξει και ένα σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο το οποίο θα είναι δημιούργημα και κτήμα της ίδιας της εργατικής τάξης.
Σίγουρα σε μια τέτοια συζήτηση θα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και ίσως και στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές. Ωστόσο, είναι πραγματικά η ώρα για γενναία βήματα και υπερβάσεις στη μετωπική πολιτική, τόσο στο κεντρικό όσο και στο συνδικαλιστικό επίπεδο. Η εφ’ όλης της ύλης επίθεση στην εργατική τάξη δεν μπορεί να μένει αναπάντητη στο όνομα της οποιασδήποτε περιχαράκωσης, καθαρότητας και κτήσης της απόλυτης επαναστατικής αλήθειας. Δεν απαντιέται με την επί δεκαετίες πρακτική όλων των κομμάτων της Αριστεράς είτε να χειραγωγούν είτε να επιβουλεύονται το εργατικό κίνημα αντί να προωθούν την ανάπτυξη και την αυτοτέλειά του. Το στοίχημα είναι σίγουρα απαιτητικό για να πραγματοποιηθούν νέα ελπιδοφόρα άλματα στο μέλλον. Ίσως όλα αυτά να ακούγονται δύσκολα και σίγουρα να θέλουν μεγάλη συζήτηση, ωστόσο ας μην ξεχνάμε πως οι καιροί ου μενετοί…