Επιβολή επί του κόσμου της εργασίας, καταστολή του εργατικού κινήματος
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Σε καπιταλιστικές κρίσεις, ανάλογου βάθους, έκτασης και διάρκειας, το κοινωνικό πρόβλημα έρχεται με βίαιη οξύτητα στην επιφάνεια. Καθώς εξελίσσεται η ταξική πάλη, φανερά ή υπόγεια επιδρά στη «συμπυκνωμένη οικονομία», δηλαδή στην πολιτική. Με αποτέλεσμα το αστικό πολιτικό σύστημα να αναταράσσεται.
Η πολιτική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, η ήττα του εργατικού κινήματος στη «Δύση» και η κατάρρευση των χωρών της Ανατολής, τα τρία σοκ του περασμένου αιώνα, επιδρούν καθοριστικά στη ζωή του κόσμου της εργασίας. Στις μέρες μας, η τέταρτη μεγαλύτερη διεθνής και με παγκόσμια επίδραση καπιταλιστική κρίση, κρίση όλων των όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την μεσαιωνικού τύπου αστική πολιτική που τη συνοδεύει και την εξέλιξη της ταξικής πάλης, δρα ως καταλύτης στις πολιτικές ανατροπές, αλλάζει τα πάντα.
Χρειάστηκε να περάσουν28 ολόκληρα χρόνια από το φθινόπωρο τ ου 1985. Τότε που το ΠΑΣΟΚ της εποχής του ζιβάγκο και των ριζοσπαστικών διακηρύξεων εγκαινίαζε μια καθαρή σοσιαλ-φιλελεύθερη πολιτική με το γνωστό διάγγελμα του Ανδρέα Παπανδρέου. Χρειάστηκαν 28 χρόνια για να διαπιστώσει η Αριστερή Πρωτοβουλία και ο επικεφαλής της Γ. Παναγιωτακόπουλος πως «το ΠΑΣΟΚ μετατοπίζεται οριστικά και με βίαιο τρόπο στη νεοσυντηρητική πλευρά του πολιτικού χάρτη της χώρας […]οριστικοποιεί τη μετατροπή του ΠΑΣΟΚ σε ένα μικρό κεντροδεξιό κόμμα… Είναι προφανές ότι το ΠΑΣΟΚ του Σαμαρά και η ΝΔ του Βενιζέλου δεν μας χωρούν», συνεχίζει με νόημα η ανακοίνωση αποχώρησης από το ΠΑΣΟΚ.
Το κύριο φυσικά για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά δεν είναι η καθυστέρηση ή το ειδικό πολιτικό βάρος των αποχωρούντων. Το κύριο είναι πως ακόμη και αυτό το γεγονός, που «φυσιολογικά» περνά αδιάφορα, αποκαλύπτει ξανά και με τον τρόπο του τις βαθύτερες διεργασίες που συντελούνται στην κοινωνία και στα πολιτικά κόμματα.
O χρόνος πλέον, ο πολιτικός χρόνος, συμπυκνώνεται και τα χρόνια χωράνε σε λίγους μήνες, σε λίγες μέρες, σε μια στιγμή. Εκατομμύρια ψηφοφόροι μετατοπίζονται. Πολιτικά κόμματα δημιουργούνται. Πολιτικά κόμματα δύουν.
Η αστική δημοκρατία μεταλλάσσεται και αποκαλύπτεται γυμνή όπως πραγματικά είναι: Προληπτικές επιστρατεύσεις, παράνομες και καταχρηστικές όλες οι απεργίες, διακυβέρνηση με -συνταγματικά κατ’ εξαίρεση- αλλεπάλληλες Πράξεις Νομοθετικού περιεχομένου, καθολικές διατυμπανιζόμενες ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις.
Σε καπιταλιστικές κρίσεις, ανάλογου βάθους, έκτασης και διάρκειας, το κοινωνικό πρόβλημα έρχεται με βίαιη οξύτητα στην επιφάνεια. Καθώς εξελίσσεται η ταξική πάλη, φανερά ή υπόγεια επιδρά στη «συμπυκνωμένη οικονομία», δηλαδή στην πολιτική. Με αποτέλεσμα το αστικό πολιτικό σύστημα να αναταράσσεται.
Από το 2009 έως σήμερα, Ιούνιος του 2013, έχουν δημιουργηθεί τρεις κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, μια υπηρεσιακή και μια ειδικού τύπου υπό τον διεθνή τραπεζίτη Παπαδήμο.
Από το 1932 που έγιναν ορατές οι επιπτώσεις της τότε ανάλογης κρίσης με τη χρεοκοπία το Μάη του ίδιου έτους, την τέταρτη στην ιστορία του ελληνικού κράτους, έως το 1936 που εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία του Μεταξά, συγκροτήθηκαν οκτώ ελληνικές κυβερνήσεις και έγιναν τέσσερις φορές εκλογές.
Το διαρκές κεντρικό πολιτικό ζήτημα για την αστική τάξη, ως προϋπόθεση αστικής εξόδου από την κρίση, σταθεροποίησης και ανάπτυξης του καπιταλισμού, ήταν και είναι η επιβολή και ο έλεγχος στα ιδιαίτερα χαμηλά μεροκάματα, η καταστολή του εργατικού κινήματος και η διατήρηση της αδυναμίας αντίδρασης του κόσμου της εργασίας.
Ο αστικός υπεραντιδραστικός εκσυγχρονισμός που επιχειρείται κατά την κρίση και προηγείται σχετικά της αντιδραστικοποίησης, του περιορισμού ή και κατάργησης της αστικής δημοκρατίας, έχει ως συνέπεια τον ακραίο κατακερματισμό της εργατικής τάξης, την ανεργία και την αποδυνάμωση των συνδικάτων. Οδηγεί συνεπώς στην απουσία της «υλικής βάσης», που θα επιτρέπει τη μαζική λαϊκή αντιπαράθεσή στην προωθούμενη κανιβαλική πολιτική και στα φαινόμενα ενίσχυσης εθνικιστικών, ακροδεξιών, ή και φασιστικών κινημάτων, καθώς και της υπεραντιδραστικής μετεξέλιξης της αστικής δημοκρατίας. Ιδιαίτερα μάλιστα σε καπιταλιστικές χώρες μέσου επιπέδου και κάτω, στις οποίες όταν ξεσπά ανάλογη με τη σημερινή κρίση, κατά κανόνα η διάρκειά της είναι μεγαλύτερη, οι κοινωνικές επιπτώσεις καταστροφικότερες και οι πολιτικοί κλυδωνισμοί ισχυρότεροι. (Οι εθνικοσοσιαλιστές του Ένγκελμπερτ Ντόλφους το 1933 επιβάλλουν μονοκομματικό καθεστώς στην Αυστρία. Το δικτατορικό καθεστώς του ναύαρχου Χόρτυ στην Ουγγαρία ενισχύεται μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 1932 από τον Γκιούλα Γκέμπες, θαυμαστή του Μουσολίνι, ενώ παρατηρείται αυταρχικοποίηση των νεοσύστατων δικτατορικών καθεστώτων των βασιλέων Αλέξανδρου στη Γιουγκοσλαβία και Καρόλου Β΄ στη Ρουμανία, καθώς και του στρατηγού Πιλσούντσκι στην Πολωνία.) Αυτή την πολιτική συμπύκνωνε στην Αγγλία πχ. ο νόμος του 1927 που «απαγόρευε την πολιτική απεργία και τις απεργίες με στόχο να πέσει η κυβέρνηση». Ή στην Ελλάδα ο νόμος του 1929 του Βενιζέλου «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», το διαβόητο Ιδιώνυμο με το οποίο, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, θα καταδικαστούν για την κοινωνική τους δράση περί τους 3.000 κομμουνιστές.
Αλλά και σε ανεπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία, η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 αντιμετωπίστηκε ως ευκαιρία για να ανατραπούν οι πολιτικοί συσχετισμοί και η κοινωνική πολιτική της πρώτης περιόδου της δημοκρατίας. Οι εκπρόσωποι της βαριάς βιομηχανίας στη Γερμανία πίεζαν αφόρητα για άρση των φιλεργατικών προστατευτικών ρυθμίσεων και του Συμφώνου για την Εργασία, του κοινωνικού καταστατικού χάρτη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι πιέσεις ικανοποιήθηκαν από την κυβέρνηση φον Πάπεν τον Σεπτέμβριο του1932. Στην τότε συγκυρία, ο ίδιος ο εκλεγμένος πρόεδρος στρατάρχης Χίντεμπουργκ, αντιμετώπισε την κρίση ως μέσο για το διορισμό, καθ’ ομολογία του, «αντιμαρξιστικών κυβερνήσεων».
Από το 1930 μέχρι το 1932 διόρισε τρεις «αντιμαρξιστικές κυβερνήσεις», του Μπρίνιγκ, του φον Πάπεν και του στρατηγού Σλάιχερ. Στο τέλος, επειδή οι κυβερνήσεις αυτές απέτυχαν παταγωδώς να αποσπάσουν ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση στην αστική λαίλαπα, με απόφαση που είχε εισηγηθεί ομάδα ισχυρών επιχειρηματιών και με την οποία συμφώνησαν όλα τα αστικά κόμματα εκτός από το κόμμα του Κέντρου, το κόμμα της Καθολικής Εκκλησίας, διόρισε τους ναζί στην κυβέρνηση με τους όρους που έθετε ο Χίτλερ ως επικεφαλής τους.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Σφραγίζει τις εξελίξειςμε υφέσεις και εξάρσεις
ΝΕΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
Στη βάση της επιδείνωσης της κατάστασης της εργατικής τάξης και των χτυπημένων μεσαίων στρωμάτων, των πολιτικών εμπειριών και αντιφάσεών τους, δημιουργείται ένα πολυδαίδαλο κοινωνικό ρεύμα αμφισβήτησης και διεκδίκησης. Ζούμε θα ‘λεγε κανείς μια «μη κανονική συμπεριφορά του κινήματος» καθώς αυτό «έρχεται, εξαφανίζεται και ξανάρχεται» στις μητροπόλεις και στην περιφέρεια του καπιταλισμού. Σε κλάδους που έδειχναν να χειμάζουν. Εκεί που είναι σχετικά ισχυρή αλλά και εκεί που λείπει η Αριστερά. Στη Βραζιλία, στην Τουρκία, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ αλλά και στο Αλγέρι. Αυτή η κίνηση του κόσμου της εργασίας έπρεπε να είναι γνωστή στην Αριστερά.
Στην κρίση του ‘29-’45 στις ΗΠΑ, με αδύναμο το κομμουνιστικό κόμμα, είναι ιστορική η «απεργία για να μη πεθάνουμε» των ανθρακωρύχων το 1931 με τους 25 νεκρούς, τους χίλιους συλληφθέντες αλλά και οι απεργίες κατά κύματα σε Ιταλία, Γαλλία, Μ. Βρετανία.
Στην Ελλάδα κανείς δεν περίμενε πως θα ζούσε την κατάληψη του ραδιομεγάρου, όλων των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Το κίνημα όμως αυτό είναι που έφθειρε ανεπανόρθωτα την τρικομματική κυβέρνηση, οδήγησε στη ματαίωση των άμεσων σχεδίων δημιουργίας μιας σύγχρονης κεντροαριστεράς που διαλαλούσε το Βήμα.
Το κίνημα αυτό καθυστερεί, δυσκολεύει, αλλά αδυνατεί ακόμα να αναμετρηθεί νικηφόρα με την αστική πολιτική. Αυτές οι ατελείς ακόμη εκρήξεις οργής αναπτύσσονται παράλληλα με τις πιο πολιτικές και συνειδητές, όσο και ανεπαρκείς ακόμα, αντικαπιταλιστικές μετατοπίσεις λαϊκών μαζών που ηγεμονεύονται ακόμη από την αστική πολιτική. «Το νέο όμως ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης», αναφέρεται στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης του ΝΑΡ, «δεν είναι η -προϋπάρχουσα εξάλλου- αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι η αργή έστω στροφή που η τάση εργατικής χειραφέτησης πραγματοποιεί αναζητώντας μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση». Τα όρια και η ανεπάρκεια του εργατικού κινήματος αντανακλούν, περιέχουν, τα όρια, τα κενά και τις αδυναμίες της υπάρχουσας Αριστεράς και έρχονται από μακριά. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του ‘36, καταμεσής της κρίσης, το Φιλελεύθερο Κόμμα εξέλεξε 141 βουλευτές, το Λαϊκό Κόμμα 143 και το ΚΚΕ (Λαϊκό Μέτωπο) 15. Το εκλογικό αποτέλεσμα μετατρέπει το ΚΚΕ σε ρυθμιστικό παράγοντα. Και αντί να στραφεί αποκλειστικά στην οργάνωση του λαϊκού παράγοντα, αρχίζει μυστικές(!) διαπραγματεύσεις τόσο με το Λαϊκό Κόμμα όσο και το Φιλελεύθερο που καταλήγουν στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 στη γνωστή συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα. Το Λαϊκό Μέτωπο υποσχέθηκε να υποστηρίξει την κυβέρνηση. Ο Σοφούλης υποσχέθηκε σ’ αντάλλαγμα ότι θα προωθούσε διάφορα αξιοσημείωτα φιλολαϊκά νομοσχέδια. Τέσσερις μόλις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1936, η κυβέρνηση Μεταξά παίρνει με μεγάλη πλειοψηφία ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και σε ακόμη τέσσερις μήνες έγινε η δικτατορία του Μεταξά. Η πολιτική γραμμή της αλά ΚΚΕ και αλά Κομμουνιστικής Διεθνούς τότε «υπεύθυνης και κυβερνώσας Αριστεράς» κόστισε ανυπολόγιστα στον ελληνικό λαό και στην ίδια την Αριστερά.
Στη δίνη των σύγχρονων δεδομένων διακρίνεται όλο και πιο καθαρά ότι η χωρίς προηγούμενο ένταση της εκμετάλλευσης της σύγχρονης εργατικής τάξης αποτελεί τη θεμελιακή αφετηρία, το ουσιαστικό κίνητρο που κινεί όλη αυτή την απογείωση των νέων μέσων και μορφών παραγωγικότητας, την ξέφρενη ανάπτυξη του ανταγωνισμού, τις σύγχρονες μεθόδους διεθνοποίησης, τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και στις μεθόδους πολιτικής-ιδεολογικής χειραγώγησης των εργαζομένων.
Ακριβώς όμως αυτός ο ριζικός μετασχηματισμός, στην οργάνωση της εργασίας, στην έκταση, την ποιότητα και τις μορφές απόσπασης απλήρωτης δουλειάς από τους άμεσους παραγωγούς τείνει ταυτόχρονα να προωθεί και να απαιτεί έναν αντίστοιχο ριζικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης, της Αριστεράς όπως τη γνωρίσαμε, του συνολικού εργατικού κινήματος.