του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η δικαιοσύνη ως κρατικός θεσμός και λειτουργία του αστικού κράτους νοείται στο πλαίσιο της ιδεολογίας του κράτους δικαίου ως κατοχύρωση και προστασία των δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις και εξωτερικές ή εσωτερικές (υπηρεσιακές) παρεμβάσεις. Γι’ αυτό, στα αστικά συντάγματα έχει θεσπιστεί η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Εξ ορισμού όμως, σε μια ταξική κοινωνία η δικαιοσύνη, όπως η κρατική εξουσία, στο σύνολό της είναι ταξικά προσδιορισμένη από τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, της οποίας την κυριαρχία και τα συμφέροντα τα υπηρετεί.
Στην πραγματικότητα, η υπερταξικότητα της δικαιοισύνης είναι πλάσμα της αστικής ιδεολογίας. Περιορίζεται στα όρια της σχετικής αυτοτέλειας από το κράτος και τους μηχανισμούς του, για να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των διαφόρων τμημάτων της αστικής τάξης και η αυταπάτη της αμεροληψίας και ακεραιότητας στο πολιτικό κοινό. Πρόκειται για τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, όπως προσδιορίζεται με αστική ορολογία.
Η μεροληψία των δικαστών δεν εκπηγάζει ιδίως από ηθικά, ψυχολογικά, πολιτικά, εργασιακά, οικονομικά αίτια, αλλά πρωτίστως από ταξικά. Στο αστικό κράτος η δικαιοσύνη παράλληλα με τη Βουλή συνιστούν τους πυλώνες της νομιμοποίησής του.
Η Βουλή εκφράζει τη λαϊκή ετυμηγορία για τη διακυβέρνηση. Η δικαιοσύνη εκφράζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη ρύθμιση των σχέσεων μέσω ορθολογικών και αμερόληπτων κανόνων (νόμων). Αυτή η αντίληψη πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Η Βουλή είναι μορφή της αστικής εξουσίας, που έχει οριακά πλέον απομειωθεί από την εκτελεστική εξουσία. Η εξιδανίκευση της δικαιοσύνης, που εξ αντανακλάσεως εξιδανικεύει συνολικά την εξουσία (λεγκαλισμός), καταρρέει στο βασίλειο της αγοράς και του αυταρχισμού την εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Με τη μετατροπή της σε θεραπαινίδα του νεοφιλελευθερισμού και τον εκμαυλισμό της (δικαστικό παρακύκλωμα) από τη διαφθορά.
Βέβαια, παρά τον αστικό τους χαρακτήρα, οι θεσμοί του αστικού κράτους αντανακλούν σ’ ένα βαθμό, τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων, ως απότοκο όμως της πάλης των τάξεων και όχι ως απότοκο δήθεν ενός υπερταξικού ή αμφίρροπου κράτους. Πιο συγκεκριμένα, η δικαιοσύνη ως δικαιικό σύστημα και κρατικός μηχανισμός εκδηλώνει όλο και πιο έντονα τον ταξικό της χαρακτήρα γιατί: Περιφρουρεί τον καπιταλισμό με θεμελιώδεις, μη αναθεωρητέες, συνταγματικές διατάξεις. Δεν νομιμοποιεί την εξεγερσιακή ή συμβουλιακή (όχι υποχρεωτικά κοινοβουλευτική) ετυμηγορία της λαϊκής πλειοψηφίας (η επανάσταση ποιεί δίκαιο). Η ηγεσία της δεν αναδεικνύεται με αξιοκρατικά δημοκρατικά κριτήρια, αλλά διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Έχουν θεσπιστεί πλεονάζουσες θέσεις αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, όχι κατ’ αντιστοιχία προς τις λειτουργικές ανάγκες τους. Δημιουργείται έτσι κίνητρο σε δικαστικούς να κολακεύουν τους κυβερνώντες, ώστε να επιλεγούν σε μια τέτοια θέση. Οι υπηρεσιακές μεταβολές (προαγωγές, μεταθέσεις, αποσπάσεις κ.ο.κ.) των δικαστικών λειτουργών πραγματοποιούνται με Προεδρικό Διάταγμα ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου, που συγκροτείται από την ηγεσία της δικαιοσύνης. Καθώς αυτή εκλέγεται από την εκτελεστική εξουσία, η τελευταία διασταυρώνεται πάλι με τη δικαστική.
Η ανάθεση και απόσυρση των διαφόρων υποθέσεων στους δικαστικούς λειτουργούς γίνεται από ανώτατους δικαστικούς (προϊσταμένους) που έχουν άμεση πρόσβαση και εξάρτηση από τους κυβερνώντες. Σε συνθήκες κρίσης και όξυνσης των αντιθέσεων, γίνεται διαφανέστερη και καθοριστικότερη η ταξική παρέμβαση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη αποβάλλει το φωτοστέφανο της «ουδετερότητας» και δρα ως κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους: Νομιμοποιεί τις επιθέσεις των δυνάμεων καταστολής κατά διαδηλωτών, απεργών, καταληψιών («παρουσία εισαγγελέως»). Κηρύσσει παράνομες και καταχρηστικές αδιακρίτως και ανεξαιρέτως τις απεργίες. Νομιμοποιεί τη στρατοκρατική διαδικασία των επιστρατεύσεων. Λειτουργεί ουσιαστικά ως κατασταλτικός και απεργοκτόνος μηχανισμός.
Ταυτόχρονα, λόγω της όξυνσης των αντιθέσεων παρατηρείται αύξηση της αναγωγής στη δικαιοσύνη αμφισβητούμενων κοινωνικών (εργασιακά), οικονομικών (όπως οι ιδιωτικοποιήσεις), πολιτικών (όπως η αμφισβήτηση εκλογικών ποτελεσμάτων) θεμάτων. Σε αυτήν την πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης συμβάλλει και η αναξιοπιστία και άκρα αντιδραστικότητα της της εκτελεστικής εξουσίας. Αλλά και η προτίμηση της τελευταίας να μεταθέτει κρίσιμα θέματα στη δικαστική ρύθμιση, με τη βεβαιότητα σχεδόν ότι αυτή λόγω του συστημικού της ρόλου και της εξάρτησης της ηγεσίας της από την κυβέρνηση, θα είναι θετική απέναντί της. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση της ΕΡΤ. Οι εργαζόμενοι προσέβαλαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Το ΣτΕ, έχοντας στο ενεργητικό του την απόρριψη της προσβολής του Μνημονίου, επικαλούμενο την προστασία του «δημοσίου συμφέροντος», προφανώς δεν θα δίσταζε να νομιμοποιήσει την κραυγαλέα αντισυνταγματική (παρά το ότι δεν είναι συνταγματικό δικαστήριο θα μπορούσε να την ακυρώσει) Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και την Κοινή Υπουργική Απόφαση, καταργώντας εν μια νυκτί την ΕΡΤ και απολύοντας 2.650 εργαζομένους.
Πρόκειται για κλιμάκωση του κυβερνητικού και δικαστικού αυταρχισμού: Με την ίδια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με κοινή απόφαση του υπουργού Οικονομικών και του καθ’ ύλην υπουργού θα καταργούνται δημόσιοι οργανισμοί ή θα συγχωνεύονται, με τις αντίστοιχες απολύσεις. Μάλιστα, αυτή η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με το κύρος της νομιμοποίησης από το ΣτΕ, εν τοις πράγμασι αχρηστεύει τη δυνατότητα της Βουλής να την καταψηφίσει, όταν έλθει για ψήφιση. Κύριο και ανυποχώρητο όπλο των εργαζομένων στην επέλαση των αστών πρέπει να είναι ο αγώνας τους. Πρέπει να αξιοποιούν τις δυνατότητες του συστήματος, χωρίς όμως απολυτότητες και αυταπάτες, στις οποίες ωθεί η αστική και ρεφορμιστική ιδεολογία.