Γράφουν από την Κωνσταντινούπολη:Δημήτρης Καραλής, Βασίλης Δανέλλης
‘Oταν η νεολαία εξεγειρόταν στην Ελλάδα το 2008, η τουρκική νεολαία με μια δόση μελαγχολίας διαδήλωνε εκφράζοντας την αλληλεγγύη της με το σύνθημα «είσαι αδερφός μου Αλέξη». Αργότερα, στις μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στα μνημόνια και πάλι η τουρκική νεολαία κοιτούσε τα γεγονότα στην Ελλάδα με ενθουσιασμό αλλά και θλίψη που οι μαζικοί ξεσηκωμοί περιορίζονταν στη μια όχθη του Αιγαίου. Η εξέγερση που ξέσπασε στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης στις 31 Μαΐου και εξαπλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη της Τουρκίας είναι ακριβώς η στιγμή του λυτρωμού για ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, που ασφυκτιά μέσα σ’ ένα πλέγμα ταξικής, κοινωνικής, εθνικής και θρησκευτικής καταπίεσης. Μόνο αν ληφθεί υπόψη η υφέρπουσα και χρόνια αυτή δυσαρέσκεια ενάντια στην πολύπλευρη καταπίεση, πρώτα των στρατιωτικών και πιο πρόσφατα των νεο-ισλαμιστών, μπορεί να ερμηνευθεί η μετατροπή μιας μάχης για ένα χώρο πρασίνου σε εξέγερση που αγκάλιασε τη μισή χώρα γεωγραφικά αλλά και πολιτικά. Μπορεί το έναυσμα να δόθηκε από τους συνήθεις υπόπτους, αριστερούς και οικολόγους, όμως σύντομα οι διαδηλώσεις αγκαλιάστηκαν από ένα ευρύ στρώμα ανθρώπων. Τον τόνο δίνουν οι ριζοσπάστες κι οι νέοι, όμως το «παρών» δίνουν επίσης καλλιτέχνες, νοικοκυραίοι, οπαδοί που εξασφαλίζουν μαζικότητα και αποδοχή στις διαδηλώσεις. Είναι τέτοια η δυναμική των καταπιεσμένων στρωμάτων της Τουρκίας, που κατέρρευσε με ευκολία η επικοινωνιακή τακτική πυγμής της κυβέρνησης Ερντογάν, αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση τα ΜΜΕ της χώρας που έθαψαν κυριολεκτικά τα γεγονότα και εκτέθηκε ανεπανόρθωτα το μίγμα οικονομικού φιλελευθερισμού και φασιστικού αυταρχισμού που χαρακτηρίζει την τουρκική ελίτ.
Σημαντική παρακαταθήκη για την αυτοπεποίθηση του λαού αποτελεί κι η ανημπόρια του τουρκικού κατασταλτικού μηχανισμού να κάμψει την αντίσταση και το φρόνημα των εξεγερμένων. Άλλο ένα στοιχείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι το αγκάλιασμα της εξέγερσης από την τουρκική Αριστερά και συνδικάτα (DISK, KESK) που προχώρησαν σε απεργίες συμπαράστασης, βάζοντας τα εργατικά αιτήματα πιο στέρεα δίπλα στα καθόλου αμελητέα αντικυβερνητικά, οικολογικά και δημοκρατικά αιτήματα των διαδηλωτών. Η αίσθηση ότι όλοι όσοι θέλουν να αλλάξουν τα πράγματα «είμαστε μια γροθιά στο δρόμο» είναι διάχυτη στην τουρκική πρωτεύουσα. Η Τουρκία, ένα κράτος – πείραμα του ΔΝΤ, ένα έκτρωμα φασιστικού κοινοβουλευτισμού σπαράσσεται απ’ τις αντιθέσεις που προκαλούν οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης κι η ανέχεια της καθημερινής ζωής, το φιλελεύθερο περίβλημα κι ο κρατικός αυταρχισμός σε όλες τις σφαίρες του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια πλήρως νεανική χώρα, σε αντίθεση με τη γερασμένη Ευρώπη.
Στη συνέχεια του αφιερώματος, δύο νέοι Έλληνες που ζουν κι εργάζονται στην Τουρκία μας μεταφέρουν στην πλατεία Ταξίμ, το πάρκο Γκεζί, τις γειτονιές του Πέρα και του Μπεσίκτας.
Γιώργος Μιχαηλίδης
Είμαστε όλοι «τσαπουλτζήδες»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ, Κωνσταντινούπολη
Tο βράδυ της Δευτέρας 27 Μαϊου μια χούφτα μέλη της τότε ανενεργής πρωτοβουλίας κατοίκων «Πλατφόρμα Ταξίμ» κατά της ανάπλασης της πλατείας κατάφεραν να σταματήσουν τους εκσκαφείς. Εκείνο το βράδυ ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσουν εργασίες για την κατεδάφιση του πάρκου Γκεζί, του μοναδικού πνεύμονα πρασίνου που απέμεινε στην ευρύτερη περιοχή του Πέρα. Στη θέση του θα χτιζόταν εμπορικό κέντρο στο στυλ του παλιού οθωμανικού κοιτώνα που είχε κατασκευάσει ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ Α΄. Ο εκσκαφέας σταμάτησε και η αντίδραση θεωρήθηκε τόσο ισχνή, που δεν κρίθηκε απαραίτητη η παρουσία της αστυνομίας.
Ό,τι ζήσαμε από τότε και μετά στην Πόλη συνοψίζεται στο σύνθημα των διαδηλωτών: «Είμαστε ακόμα στην αρχή, συνεχίζουμε τον αγώνα». Οι διαδηλωτές για τρεις μέρες έστηναν σκηνές το πρωί για να τις διαλύσουν οι αρχές τα χαράματα της επομένης. Μέχρι που φτάσαμε στην Παρασκευή. Οι διαδηλωτές έξω από το πάρκο, η αστυνομία μέσα. Σε μια εκκαθαριστική επιχείρηση, οι αρχές εκτοξεύουν δακρυγόνα παντού. Ένα από αυτά βρίσκει στο κεφάλι τη διαδηλώτρια Λόμπνα αλ-Λάμιι, Τουρκο-παλαιστίνια. Πέφτει στο γρασίδι της πλατείας με τα μάτια ανοιχτά και σπασμούς στο σώμα. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο σε κώμα, με εγκεφαλική αιμορραγία και λίγες πιθανότητες να ζήσει.
Είχα γνωρίσει τη Λόμπνα τον Φεβρουάριο του 2009. Συμπαθούσε τους Έλληνες, γιατί είχαν ισχυρό πνεύμα αντίστασης και «ήξεραν να τα βάζουν με τους μπάτσους». «Είχα κλάψει τη μέρα που δολοφονήθηκε ο Αλέξης αλλά η εξέγερσή σας με έκανε ξανά αισιόδοξη» μού έλεγε τότε. Όσο αισιόδοξη ήταν για τα κινήματα στην Ελλάδα, τόσο απαισιόδοξη ήταν για την Τουρκία. Την έπνιγε ο νεοφιλελεύθερος ισλαμισμός της εξουσίας. Ντουμπάι-οποίηση: αυτό ήταν το μέλλον της Τουρκίας όπως το έβλεπε μέσα από την κατεδάφιση ιστορικών γωνιών της Πόλης (όπως ο κινηματογράφος Εμέκ) και την ανέγερση εμπορικών κέντρων στη θέση τους.
Η Λόμπνα διεκομίσθη στο νοσοκομείο και έκτοτε είναι σε καταστολή. Δεν μπόρεσε να δει χιλιάδες διαδηλωτές να αντιστέκονται στη βάναυση καταστολή των αρχών. Όπως δεν μπόρεσαν να την δουν και εκατομμύρια πολίτες σε ολόκληρη τη χώρα, μιας και τα ιδιωτικά και δημόσια κανάλια ορκίστηκαν στον πρωθυπουργό ότι η εξέγερση δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά. Κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο του γραφείου και βλέπαμε αστυνομικούς να σημαδεύουν στο κεφάλι διαδηλωτές. Κοιτούσαμε μέσα την τηλεόραση και βλέπαμε ντοκιμαντέρ με πιγκουίνους.
Στις 7 το απόγευμα εκείνης της Παρασκευής και ενώ για 6 περίπου ώρες χιλιάδες διαδηλωτές αντιστέκονταν στα χημικά διεκδικώντας το πάρκο, κάτι διαφορετικό συνέβη. Από τα κάθετα σοκάκια της λεωφόρου έρχονται συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση», «παραιτήσου Ερντογάν». Αυτό που θύμιζε κυνηγητό παραδοσιακής Πρωτομαγιάς στο Ταξίμ, τελικά είναι κάτι καινούριο. Επαναστάτες αριστεροί, αναρχικοί, κεμαλιστές και μουσουλμάνοι αντικαπιταλιστές, Κούρδοι και «πατριώτες», οπαδοί των τριών ομάδων, ομοφυλόφιλοι, μειονοτικοί. Όλοι μαζί.
Η ώρα είχε πάει 6 το πρωί και κανείς δεν ήθελε η Πόλη να επανέλθει στην κανονικότητά της. Μεσήλικες, ηλικιωμένοι, έξω στους δρόμους με κατσαρόλες στα χέρια να ενθαρρύνουν τη νεολαία μπροστά στα οδοφράγματα. Ο αγώνας τώρα δεν είναι για τα πέντε δέντρα του πάρκου Γκεζί, είναι για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.
Όπου υπάρχει αστυνομία, υπάρχει βία. Όπου δεν υπάρχει βία, υπάρχει ελευθερία. Όπου υπάρχει η ελευθερία, αποκτά άλλο νόημα η αλληλεγγύη. Το υπερβολικό των προτάσεων δίνει σημασία στο ουτοπικό του πράγματος που γίνεται αυτή τη στιγμή στην πλατεία Ταξίμ. Οι άνθρωποι έχουν επαναδομήσει τις προσωπικές τους σχέσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε η αλληλεγγύη να αντικαθιστά την καχυποψία και την ατομικότητα. Οι ίδιοι άνθρωποι που βάδιζαν νευρικά στο μετρό, χωρίς να δίνουν ο ένας προτεραιότητα στον άλλο, είναι αυτοί που προσφέρονται για να καθαρίσουν την πλατεία από τα σκουπίδια των «άλλων», που γίναμε «εμείς». Η ασφάλεια δεν απαιτεί πλέον αστυνόμευση. Στην πλατεία, που είναι κάθε μέρα γεμάτη με κόσμο, η εγκληματικότητα είναι 0%…
Η περιοχή λειτουργεί ως ένας απελευθερωμένος κοινωνικός χώρος. Αν περάσετε μια βόλτα από το Γκεζί, θα δείτε παιδάκια να παίζουν και να ζωγραφίζουν δίπλα στις κούνιες του πάρκου, νέους να κάθονται στα γρασίδια και να συζητούν για πολιτική, συλλογικότητες με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις να συνυπάρχουν ελεύθερα και να φωνάζουν δίπλα – δίπλα, αυτοοργανωμένο κυλικείο που προσφέρει δωρεάν φαγητό, αναψυκτικά και νερό. Ήδη λειτουργεί δανειστική βιβλιοθήκη που φτιάχτηκε με υλικά από την ανάπλαση της πλατείας, ενώ από αύριο θα γίνει η πρώτη υπαίθρια, ανοιχτή ακαδημαϊκή διάλεξη για προπτυχιακούς φοιτητές.
Οι διαδηλωτές της πλατείας Ταξίμ μιλούν έξω από τα διπολικά πλαίσια ανάλυσης της εξουσίας στην Τουρκία. Η ανάλυσή τους είναι από τα κάτω. Οι δικές τους δομές είναι οριζόντιες. Αυτό που ξεκίνησε ως αντίδραση στην κατεδάφιση ενός πάρκου και συνεχίστηκε ως αντικυβερνητική οργή, τείνει να μετασχηματιστεί σε αίτημα για ελευθερία. Η ελευθερία αυτή όμως δεν χωράει ούτε στα πρότυπα των συντηρητικών νεο-φιλελεύθερων του Ερντογάν ούτε και στους «πατριώτες» ρεπουμπλικάνους κεμαλιστές.
Ο Ερντογάν αδιαφόρησε για τους διαδηλωτές. Όταν τα δακρυγόνα σταμάτησαν, τους πέταξε λέξεις: «Τσαπουλτζού», «περιθωριακοί», «παράνομοι». Τσαπουλτζού (ή τσαπουλτζής ως νεολογισμός) είναι αυτός που ζει εις βάρος των άλλων, ενίοτε και ο πλιατσικολόγος. Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη για να στιγματίσει τα «κοινωνικά παράσιτα» που κάνουν καταλήψεις σε πάρκα, δημόσιους χώρους και πλατείες. Αποτέλεσμα; Όλοι γίναμε τσαπουλτζήδες. Κατεβαίνουμε στην πλατεία, συμμετέχουμε στις ανοιχτές εκδηλώσεις, με λίγα λόγια τσαπουλτζίζουμε. Ο τσαπουλτζής είναι κομμάτι της πολιτικής πια. Τσαπουλτζήδες ήταν και οι κουκουλοφόροι του Δεκέμβρη.
Με τον όρο «περιθωριακός», ο Ερντογάν θέλησε να «τιμήσει» το κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς. «Είναι ιδεολογικά περιθωριακοί», είχε πει την Πρωτομαγιά, λίγο πριν αρχίσει να ψεκάζει. Εκείνη τη φορά οι «περιθωριακοί» δεν κατάφεραν να μπουν στην πλατεία, τούτη τη φορά το πέτυχαν. Τριγυρνώντας στην πλατεία, το βράδυ της Κυριακής, ένας από αυτούς τους «περιθωριακούς» είπε: «Πάντως ο Ταγίπ έχει δίκιο. Τριγυρνάμε στην πλατεία στις 3 το πρωί φορώντας γυαλιά θαλάσσης. Είμαστε περιθωριακοί».
Ο Ερντογάν από δημόσιο πρόσωπο που προσπαθούσε σιγά-σιγά να φτιάξει το όνομά του δίπλα από αυτό του Κεμάλ, έγινε μεμιάς ο δημόσιος περίγελως. Ειρωνικές εκδοχές του ονόματός του και περιπαικτικά σχόλια γι’ αυτόν βλέπει κανείς σχεδόν σε κάθε τοίχο του Ταξίμ.
Πρόσφατα, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε και ένα τρίτο, πιο βαρύ όρο: τους ονόμασε «παράνομους». Ο δημόσιος χώρος στην Τουρκία του Ερντογάν έχει καλυφθεί από ένα βαρύ πλέγμα απαγορεύσεων: «Μην καπνίζεις σε δημόσιο χώρο», «μη δείχνεις τρυφερότητα στον/ην φίλο/η σου», «μην αγοράζεις αλκοόλ μετά τις 10 το βράδυ». Η λέξη «απαγόρευση» και η λέξη «νόμος» στα Τουρκικά είναι ίδια, ενώ το Σύνταγμα ετυμολογικά σημαίνει «η μάνα όλων των απαγορεύσεων». Το τουρκικό Σύνταγμα, κατάλοιπο της χούντας του ’80, εμπλουτίστηκε με περαιτέρω νόμους – απαγορεύσεις από τον Ερντογάν, σε σημείο που η νομιμότητα πια να έχει ταυτιστεί με ένα «Μην».
Απορρίπτοντας αυτήν τη νομιμότητα, οι τσαπουλτζήδες ψάχνουν τη Δημοκρατία. Αν τους ρωτήσεις πού βρίσκονται, θα σου πουν: «Είμαστε ακόμα στην αρχή, συνεχίζουμε τον αγώνα».
Ο λαός της Τουρκίας πέρασε τη γέφυρα και γράφει ιστορία
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΝΕΛΛΗΣ, Κωνσταντινούπολη
H κατάληψη στο πάρκο Γκεζί είχε ξεκινήσει αρκετές μέρες προηγουμένως. Όποιος περνούσε από εκεί, έβλεπε τις σκηνές των διαδηλωτών και τις αστυνομικές δυνάμεις που τις είχαν περικυκλώσει. Ο αριθμός τους ωστόσο ήταν πολύ μικρός κι η αντίδραση των περαστικών μάλλον αδιάφορη. Όλα άλλαξαν τα ξημερώματα του Σαββάτου, όταν χιλιάδες άνθρωποι από την ασιατική πλευρά της Πόλης διέσχισαν τη γέφυρα του Βοσπόρου για να ενωθούν με τους καταληψίες του πάρκου στο Ταξίμ.
Ο συμβολισμός είναι ισχυρός, καθώς εκείνη τη στιγμή ο τουρκικός λαός διέσχισε άλλη μια γέφυρα για πρώτη φορά στην ιστορία του. Ποτέ πριν δεν είχε διαμαρτυρηθεί μαζικά απέναντι σε οποιαδήποτε εξουσία. Πάντα ήταν ένας χαρισματικός ηγέτης ή στην ανάγκη ο στρατός, που έβρισκε τη λύση για εκείνους. Αυτή τη φορά όμως, ήταν ο ίδιος ο λαός που βγήκε στους δρόμους να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Όλα ξεκίνησαν τόσο ξαφνικά, που κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος. Ούτε οι ίδιοι οι διαδηλωτές. Οι περισσότεροι εξάλλου δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ σε πορείες και συγκεντρώσεις. Γρήγορα όμως άρχισαν να μαθαίνουν και να οργανώνονται. Την πρώτη μέρα, ελάχιστοι φορούσαν μάσκες για να προστατευτούν από τα δακρυγόνα. Την επόμενη μέρα έβλεπες αυτοσχέδιες πατέντες προστασίας και τις αμέσως επόμενες, οι περισσότεροι διαδηλωτές είχαν εφοδιαστεί με αντιασφυξιογόνες μάσκες.
Η πρώτη τους νίκη ήταν η έμπρακτη αλληλεγγύη που επέδειξαν, η οποία τους κράτησε στους δρόμους την ώρα που οι αστυνομικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν υπερβολική βία για να καταστείλουν τις διαδηλώσεις εν τη γενέσει τους. Το πάρκο Γκεζί γέμισε τρόφιμα και νερό για όσους συγκεντρώνονταν εκεί. Ηλικιωμένες γυναίκες άφηναν πίτες και πορτοκαλάδες στα περβάζια των παραθύρων τους για να φιλέψουν όσους κατέβαιναν στις πορείες. Γιατροί, δικηγόροι, φαρμακοποιοί και άλλοι επαγγελματίες προσέφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Οι οπαδοί των τριών μεγαλύτερων ποδοσφαιρικών ομάδων της χώρας βρέθηκαν δίπλα-δίπλα, απέναντι στις αστυνομικές δυνάμεις, οργανώνοντας και τους υπόλοιπους διαδηλωτές.
Αρκετοί από όσους δεν είχαν βγει στο δρόμο, άνοιγαν τα σπίτια τους για να προστατεύσουν τους κυνηγημένους, με αποτέλεσμα η αστυνομία να ρίξει δακρυγόνα ακόμα και μέσα σε διαμερίσματα και μαγαζιά. Τα ζώα της πόλης βρέθηκαν στη μέση των επεισοδίων, οι διαδηλωτές όμως τα προστάτευσαν όσο μπορούσαν. Ένας νέος έχασε το κινητό του στο Μπεσικτάς κι όταν το κάλεσε, εκείνος που το είχε βρει, του είπε: «Έλα γρήγορα να το πάρεις, γιατί σε ψάχνει η μάνα σου κι έχει ανησυχήσει». Γύρω τους γινόταν «μάχη», με τους οπαδούς της Μπεσικτάς να έχουν καταλάβει μπουλντόζες, ακόμα και μία αστυνομική αύρα και να επιτίθενται στα οδοφράγματα που τους εμπόδιζαν να προχωρήσουν ως το παλάτι του Ντολμαμπαχτσέ, όπου βρίσκεται το πρωθυπουργικό γραφείο στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια, οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον των ΜΜΕ, τα οποία σιωπούσαν επιδεικτικά. Τις πρώτες μέρες δεν υπήρχε καθόλου πληροφόρηση. Κανείς δεν ήξερε τι γινόταν σε άλλες πόλεις ή ακόμα και σε άλλες γειτονιές της Κωνσταντινούπολης, εκτός αν είχε πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι πληροφορίες ωστόσο ήταν συγκεχυμένες, ώσπου στήθηκαν σελίδες στο facebook και στο twitter και κάποια μπλογκ που συγκέντρωναν σχετικές ειδήσεις από τους ίδιους τους διαδηλωτές. Οι συγκεντρώσεις έξω από τα γραφεία των μεγαλύτερων μιντιακών ομίλων της χώρας ανάγκασε τα τηλεοπτικά κανάλια να αλλάξουν κάπως τη στάση τους. Η κάλυψη των γεγονότων είναι ακόμα προβληματική, ωστόσο πλέον γίνονται τουλάχιστον συζητήσεις στα τηλεοπτικά πάνελ, ενώ και η αρθρογραφία άρχισε να αναλύει την κατάσταση και να κριτικάρει την αδιαλλαξία της κυβέρνησης και την αστυνομική βία.
Η πιο εντυπωσιακή κίνηση, η οποία επηρέασε σημαντικά τη στάση του ομίλου Dogus, ήταν η απόσυρση 35-40 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών από την τράπεζα Garanti και η ακύρωση περίπου 1.500 πιστωτικών καρτών μέσα σε μια μέρα. Η τράπεζα ανήκει στον ίδιο όμιλο κι ο διευθύνων σύμβουλός της αναγκάστηκε να κάνει δήλωση υποστήριξης στους διαδηλωτές, ώστε να περιορίσει τις απώλειες. Όπως έλεγαν ενθουσιασμένοι οι συγκεντρωμένοι στο πάρκο: «Επιτέλους μιλάμε τη γλώσσα τους. Ή θα μας ακούσουν ή θα βυθίσουν την οικονομία στην ύφεση». Άλλο ένα οικονομικό πλήγμα, το οποίο έπαιξε το ρόλο του στην αλλαγή ρητορικής από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, ήταν η δήλωση του Ερντογάν την ημέρα της αναχώρησής του για τη Βόρεια Αφρική. «Με δυσκολία κρατάω το 50% της χώρας στα σπίτια τους», είπε ο πρωθυπουργός και το χρηματιστήριο έκανε αρνητικό ρεκόρ δεκαετίας. Χρειάστηκε να απολογηθεί ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Μπουλέντ Αρίντς, την επόμενη μέρα για να επανέλθει ο δείκτης στα προηγούμενα επίπεδα.
Ο Ερντογάν επιμένει ότι οι διαδηλωτές είναι υποκινούμενοι από την αντιπολίτευση και ίσως και από ξένες δυνάμεις που θέλουν να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα. Η αλήθεια είναι ότι στο δρόμο υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες με μαντίλες ή βαθιά θρησκευόμενοι πολίτες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι διαμαρτύρονται είναι ομογενοποιημένοι ή έχουν τα ίδια αιτήματα, ενώ υπάρχουν και κάποιοι ισλαμιστές που ενώ δεν έχουν αντίρρηση με τα μέτρα της κυβέρνησης για τον περιορισμό του αλκοόλ, αντιδρούν στη νεοφιλελεύθερη πολιτική του Ερντογάν.
Επίσης, μια μεγάλη μερίδα του λαού, οι υποστηρικτές του ΑΚΡ, είναι προς το παρόν αμέτοχοι στα γεγονότα. Αρχικά, οι αντιδράσεις τους ήταν μουδιασμένες, αλλά όσο περνούν οι μέρες –και ειδικά όσο παραμένει σκληρή η στάση και η ρητορική του πρωθυπουργού– αρχίζουν να γίνονται ανήσυχοι. Τις προηγούμενες μέρες σημειώθηκαν κάποια περιορισμένα επεισόδια μεταξύ οπαδών της κυβέρνησης και διαδηλωτών, ενώ την Πέμπτη το βράδυ όταν επέστρεψε ο Ερντογάν στην Τουρκία, περίπου 10.000 ψηφοφόροι του συγκεντρώθηκαν στο αεροδρόμιο και φώναζαν συνθήματα όπως: «Άφησέ μας να τους τσακίσουμε», «Είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για σένα» κ.ά. Το ζήτημα είναι πώς θα εκτονωθεί η κατάσταση. Ο Ερντογάν επιμένει ότι το πάρκο θα χτιστεί, αλλά οι διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να το αυτοδιαχειριστούν, καθώς αποτελεί το σύμβολο της αντίστασής τους. Πέρα από αυτό, κι ενώ το κεντρικό σύνθημα είναι «Ταγίπ παραιτήσου», όταν συζητάς με τους ανθρώπους που βρίσκονται στις διαδηλώσεις, κανείς δεν ζητά την παραίτηση της κυβέρνησης.
Η Τουρκία δεν είναι Αίγυπτος και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες είναι λάθος να συγκρίνονται με την Αραβική Άνοιξη. Η χώρα έχει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και το πιθανότερο είναι ότι αν γινόντουσαν εκλογές άμεσα, το ΑΚΡ θα κέρδιζε πάλι. Το πρόβλημα είναι στη λειτουργία της δημοκρατίας στην Τουρκία. Παραδοσιακά οι κυβερνήσεις αντιπροσώπευαν μόνο το 50% του λαού, καταπιέζοντας τον υπόλοιπο μισό πληθυσμό, στερώντας του δικαιώματα κι ελευθερίες. Παλιότερα ήταν η θρησκευτική ελευθερία κι οι παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή. Σήμερα είναι ο σταδιακός περιορισμός του κοσμικού κράτους. Οι διαδηλωτές, λοιπόν, ζητούν από τον Ερντογάν να ακούει τη φωνή τους και να μην ενεργεί με γνώμονα μόνο το συμφέρον των ψηφοφόρων του. Με άλλα λόγια, του ζητούν να γίνει ο πρωθυπουργός όλων των Τούρκων. Θα τους ακούσει;