Για μια πολιτική που συνεγείρει
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Το ΚΚΕ και με άλλο τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως ο καπιταλισμός εξελίσσεται γραμμικά, δίχως τομές, άλματα και ασυνέχειες μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια. Αυτή όμως η Λογική της γραμμικής συνέχειας στην ανάπτυξη του καπιταλισμού συνεπάγεται αντίστοιχα μια απλή γραμμική εξέλιξη, ανάπτυξη και προσαρμογή της πολιτικής της Αριστεράς. Δίχως συνεπαγόμενες τολμηρές τομές, ρήξεις και άλματα.
Κατά βάθος οι άνθρωποι του μόχθου εξακολουθούν, ανομολόγητα, να αφουγκράζονται την Αριστερά. Παρά τη φαινομενική αδιαφορία, τη βουβή προσμονή, τη μακρόχρονη απογοήτευση, ελπίζουν πως στα συνέδριά της μπορεί –ίσως– να βρουν έκφραση η δυνατότητα και η αναγκαιότητα κάθαρσης του σύγχρονου κοινωνικού πεδίου από τους σημερινούς αρνητικούς, επί της ουσίας, πολιτικούς συσχετισμούς. Ο στρατηγικός στόχος και το άμεσο πολιτικό πρόγραμμα, αυτά τα δυο μαζί και η μεταξύ τους σύνδεση, συγκροτούν την εκάστοτε συνολική πολιτική της. Πολιτική που μπορεί να συνεγείρει ή να απογοητεύει, να επιταχύνει ή να επιβραδύνει την ανατροπή των αναντίστοιχων, με το δυναμισμό των σύγχρονων υλικών όρων της κοινωνικής εξέλιξης, σημερινών πολιτικών συσχετισμών.
Στην ανάγκη να επιζήσει και να ζήσει η εργατική τάξη από την αστική λαίλαπα· στη σύγχρονη δυνατότητα των παραγωγικών δυνάμεων της επιστήμης, της τεχνολογίας και της εργασίας· στην ανάγκη για πολιτική χειραφέτηση από τη βαθιά κρίση και αντιδραστικότητα της αστικής πολιτικής· στις ανάγκες της εργατικής δημοκρατίας, της ειρήνης και των επαναστατικών ιδανικών· στη σύγχρονη δυνητική ποιότητα του πλούτου και της αρμονικής σχέσης του ανθρώπου με τη Φύση, δηλαδή στις νέες σχέσεις – νάρκες που απειλούν να τινάξουν σε κομμάτια την καπιταλιστική κοινωνία, εκεί περιέχονται και αναπνέουν οι ιστορικές κατακτήσεις, ηττημένες ή μη, της υποκειμενικής (συλλογικής και ατομικής) πολιτικής παρέμβασης των εργαζομένων και των πρωτοποριών.
Εκεί υπάρχουν, ζουν και διεκδικούν τα δικαιώματά τους, οι αντιστάσεις απέναντι στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση, οι αγώνες του εργατικού κινήματος, η νίκη, η παροδική ήττα και η διαφιλονικούμενη δυναμική της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι απόπειρες, τα βήματα και τα μέτρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, οι αντιστάσεις στην υποταγή και τον εκφυλισμό του κινήματος.
Όπως άλλωστε και από την άλλη μεριά, στη μορφή που παίρνει η βαρβαρότητα του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και στους υπάρχοντες πολιτικούς συσχετισμούς, υπάρχουν, ζουν και διεκδικούν τα δικά τους δικαιώματα οι ήττες, τα λάθη, οι προδοσίες του εργατικού κινήματος, τα κάθε λογής αστικά και αντεπαναστατικά ρεύματα. Η ευγενική διακηρυγμένη φιλοδοξία της Αριστεράς να αναγνωριστεί ως η πρωτοπορία της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν εκφράσει στο σήμερα αυτήν την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα αλλαγής των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί τις προηγούμενες εποχές. Στο κάτω – κάτω, η ύπαρξη και τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων νοούνται και εκφράζονται τελικά ως ανάπτυξη της βασικής αντικειμενικής αντίθεσης του καπιταλισμού. Της αντίθεσης ανάμεσα στις τάσεις στερέωσης και διαιώνισης της κυριαρχίας του και στις τάσεις και σχέσεις που απαιτούν την ανατροπή της.
Δομική κρίση και κυκλικές εκτιμήσεις
Στις 14 του Απρίλη έκλεισε τις εργασίες του το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Τέσσερις μήνες πριν, στις 2 του Δεκέμβρη του 2012, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ. Στην ουσία, πρόκειται για σώματα προγραμματικού επαναπροσδιορισμού της πολιτικής των δύο μεγαλύτερων συνιστωσών της Αριστεράς. Στην πολιτική απόφαση που ψηφίστηκε στο 19o Συνέδριο του ΚΚΕ, η εκτίμηση για το χαρακτήρα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης περιορίζεται στην παρακάτω μια και μισή αράδα: «Από το 2009 εκδηλώθηκε και στην ελληνική οικονομία η βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου μετά από τη δεκαετία του 1950». Η εκτίμηση αυτή είναι βελτιωμένη σε σχέση με παλιότερες τοποθετήσεις περί μιας συνηθισμένης ουσιαστικά κυκλικής κρίσης με βαθύτερα έστω χαρακτηριστικά: «Ο καπιταλισμός δεν πρόκειται να απαλλαγεί απ’ την κυκλική κρίση», δήλωνε η πρώην γραμματέας στις 15 Οκτώβρη του 2008. Εξακολουθεί όμως η εκτίμηση να είναι μισή, γιατί η κρίση μόνο από οικονομική σκοπιά είναι κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Παράλληλα όμως αγκαλιάζει όλους τους τομείς παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή είναι δομική κρίση του καπιταλισμού. Δομική κρίση σημαίνει κρίση στο ρόλο του ΟΗΕ, κρίση στις διακρατικές διεθνείς σχέσεις: Ακόμη και η Γαλλία επεμβαίνει στη Λιβύη και στο Μάλι δίχως να ενημερώσει το ΝΑΤΟ. Σημαίνει κρίση στην εργασία με την ανάδυση μιας χρόνιας ανεργίας ως αποτέλεσμα της οποίας ο «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός» του Μαρξ μετασχηματίζεται σε μόνιμη «πλεονάζουσα» ανθρωπότητα που καταδικάζεται να ζει σε μια κατάσταση απάνθρωπης ζωής. Σημαίνει κρίση και χρεωκοπία όλων των πολιτικών που πάρθηκαν μετά το ξέσπασμα της «βουβής» αλλά ιστορικής δομικής κρίσης του ’73 και επιχείρησαν να αντιστρέψουν την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους, δίχως τελικά να αποφύγουν την εκδήλωση της κρίσης που είναι ήδη σε εξέλιξη. Σημαίνει επίσης χρόνια αδυναμία προσδιορισμού μιας νέας πολιτικής συνταγής έξω από τον κεϋνσιανισμό που χρεωκόπησε το ’73 και το θατσερισμό – ρηγκανισμό που χρεωκόπησε το 2007-8, που να θέτει σε κίνηση τη γερασμένη καπιταλιστική μηχανή. Σημαίνει βεβήλωση κάθε τι του καπιταλιστικού ιερού και όσιου: Κατάσχουν τα λεφτά των καταθετών από το ίδιο το ιερό του καπιταλισμού, τις τράπεζες. Όχι μόνο η παιδεία ή η υγεία αλλά ακόμη και η Εκκλησία, ως κρατική δομή, περιδινείται από πρωτοφανέρωτα κρισιακά φαινόμενα: Ποτέ στην ιστορία της δεν είχε ξεσπάσει ένα τέτοιο παγκόσμιο παρακμιακό σκάνδαλο παιδεραστίας όπως αυτό στην παπική Εκκλησία.
Η εκτίμηση και επίγνωση της δομικότητας της κρίσης συνεπάγεται και αντίστοιχη δομική πολιτική απάντηση, με ανάλογη συγκέντρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, άμεσους πολιτικούς στόχους, σαφές ορατό και κατανοητό διαφορετικό πολιτικό σχέδιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην απόφασή του προσεγγίζει την κρίση ως δομική κρίση του καπιταλισμού. «Η κρίση που ζούμε», σημειώνει στην απόφαση της 2ης Δεκέμβρη, «που ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους οδηγώντας στα προγράμματα λιτότητας, τείνει να προσλάβει οικουμενικές διαστάσεις, θίγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάθε χώρα και αγγίζοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τόσο η κρίση των τραπεζών όσο και η κρίση των κρατών είναι εκφράσεις της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, όπως αυτή ξέσπασε μετά από τρεις δεκαετίες συσσώρευσης κερδών, μέσα από την τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών υπέρ του κεφαλαίου που οργάνωσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα». Συμπερασματικά όμως αποδέχεται, προσαρμόζεται –στην αριστερότερη έκφρασή του– στη λογική ενός δομικού μακροχρόνιου μεταρρυθμισμού του Βάλερσταϊν: «Δομική κρίση», σημειώνει ο Βάλερσταϊν, «σημαίνει χρεωκοπία των καπιταλιστικών εγχειρημάτων επίλυσης, με το δικό τους περιορισμένο τρόπο, της βαθιάς κρίσης της ανθρωπότητας, λόγω του κεφαλαιακού τρόπου διαχείρισης όλων των ζωτικών όψεων της ατομικής και κοινωνικής συναλλαγής με τη μορφή αυστηρής καπιταλιστικής κυριαρχίας και υποταγής». Και καταλήγοντας προτείνει ως λύση μια «σειρά δομικών μεταρρυθμίσεων σε μια μακρόχρονη πορεία» απροσδιόριστων αλλαγών δίχως αλλαγή.
Ο ίδιος ο καπιταλισμός αντιμετωπίζεται από το ΚΚΕ, όπως και από πολλές οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς, αλλά και ασαφώς από το ΣΥΡΙΖΑ, ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Στο νέο στάδιο στο οποίο εισήλθε με τη μεγάλη κρίση του 1873-95 και τη μετατροπή τότε της αστικής τάξης από προοδευτική σε αντιδραστική. Από τότε, θεωρούν οι παραπάνω πολιτικοί σχηματισμοί, πως ο καπιταλισμός εξελίσσεται γραμμικά, δίχως τομές, άλματα και ασυνέχειες μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια. Αυτή όμως η λογική της γραμμικής συνέχειας στην ανάπτυξη του καπιταλισμού συνεπάγεται αντίστοιχα μια απλή γραμμική εξέλιξη, ανάπτυξη και προσαρμογή της πολιτικής της Αριστεράς. Δίχως συνεπαγόμενες τολμηρές τομές, ρήξεις και άλματα που θα αντιστοιχούσαν σε μια ανάλογης ποιότητας ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Έτσι το ΚΚΕ παραμένει πιστό σε ένα εξελιγμένο πολιτικό μοντέλο που κυριάρχησε κατά την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης και παγιώθηκε στη δεκαετία του ’30. Ένα κόμμα, οι μπολσεβίκοι τότε, είναι ο καθοδηγητής ενός πολιτικοποιημένου κοινωνικού μετώπου, των Σοβιέτ. Ένα κόμμα και τώρα, το ΚΚΕ, είναι ο καθοδηγητής και κληρονόμος της Ιστορίας, ο a priori ηγεμόνας και ένα το υπό δημιουργία κοινωνικό πολιτικοποιημένο μέτωπο, η Λαϊκή Συμμαχία. Δίχως κανένα πολιτικό μέτωπο αριστερών κομμάτων. Χρεωκόπησε το τότε πολιτικό μέτωπο με τη στάση των σοσιαλεπαναστών, των μενσεβίκων; Θα χρεωκοπήσει εκ προοιμίου και τώρα, σύμφωνα με τους άγνωστους νόμους γκανιάν, τους ατσάλινους νόμους της α λα ΚΚΕ Ιστορίας. Ας είναι η σύγχρονη εργατική τάξη η πολυπληθέστερη στην ιστορία του καπιταλισμού, που διασχίζεται από πρωτόγνωρες αντιθέσεις οι οποίες οδηγούν αντικειμενικά στη δημιουργία πολιτικών σχηματισμών εργατικής αλλά και κομμουνιστικής αναφοράς. Ας πλήττονται πρωτόφαντα τα μεσαία στρώματα, αναζητώντας τη δική τους διακριτή πολιτική – κομματική έκφραση. Ήταν ο Στάλιν που σημείωνε το 1936 σε ένα κρεσέντο υποκειμενισμού πως «περισσότερα από ένα κόμματα και κατά συνέπεια ελευθερία για τα κόμματα μπορούν να υπάρχουν μόνο σε μια κοινωνία με ανταγωνιστικές τάξεις, που έχουν συμφέροντα ανταγωνιστικά και ασυμφιλίωτα μεταξύ τους … Το Κόμμα αφομοιώνει, μπορούμε να πούμε, την πρωτοπορία του προλεταριάτου και η πρωτοπορία αυτή (σ.σ. δηλαδή το κόμμα, όχι η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα!!!) πραγματοποιεί τη δικτατορία του προλεταριάτου». Ας σημείωναν λίγα χρόνια πριν, ο Μαρξ πως «το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο έχουν φτάσει διάφορα κομμάτια της εργατική τάξης στην ίδια χώρα … αναγκαστικά ποικίλουν πάρα πολύ [και] το σημερινό κίνημα αναγκαστικά βρίσκει έκφραση σε πολύ διαφορετικές θεωρητικές μορφές» και ο Ένγκελς στην επιστολή στον Μπέμπελ το 1873 ότι «η αλληλεγγύη του προλεταριάτου πραγματοποιείται παντού σε διαφορετικές κομματικές ομάδες που αλληλοσπαράσσονται». Ας υποσημείωναν πως «η προέλευση των πολιτικών συγκρούσεων μπορεί να αναχθεί [όχι μόνο ανάμεσα σε τάξεις, αλλά] στην πάλη ανάμεσα στα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων που υπάρχουν και μερίδων των τάξεων που έχει δημιουργήσει η οικονομική ανάπτυξη». Ας υπενθύμιζε ο Λένιν το 1912 πως: «Όσο και να εξαπατούσαν τις μάζες στο μεταξύ τους ανταγωνισμό για την εκλογή σε αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, όταν λείψουν τα κόμματα, ο λαός έχει πολύ λιγότερα μέσα στη διάθεσή του, για να αποκαλύψει την αλήθεια». Ας επέμενε πέντε χρόνια μετά πως «στις ελεύθερες χώρες ο λαός κυβερνάται με την ανοιχτή διαπάλη των κομμάτων και με την ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα στα κόμματα αυτά». Ας επέμενε ως την τελευταία στιγμή, «παίρνοντας όλη την εξουσία στα χέρια τους, τα Σοβιέτ θα μπορούσαν ακόμα και τώρα –και είναι ίσως η τελευταία τους ευκαιρία– να εξασφαλίσουν την ειρηνική εξέλιξη της επανάστασης, την ειρηνική εκλογή αντιπροσώπων του λαού και την ειρηνική διαπάλη των κομμάτων μέσα στους κόλπους των Σοβιέτ. Θα μπορούσαν να ελέγξουν τα προγράμματα των διαφόρων κομμάτων στην πράξη και η εξουσία θα μπορούσε να περνά ειρηνικά από το ένα κόμμα στο άλλο» (Άπαντα, τόμος 26, σελ. 49).
Η ιστορική εμπειρία στη Ρωσία του 1917, παρά τις περί αντιθέτου τυπικές λεκτικές αναφορές, γενικεύεται και επεκτείνεται από την ηγεσία του ΚΚΕ στο χώρο και το χρόνο, σε πείσμα της διαλεκτικής και της Ιστορίας. Επεκτείνεται και καταλήγει σε ένα ρεσιτάλ πολιτικών παραλογισμών και αντιφάσεων.
Κεφαλοκυνηγοί οπορτουνιστών
Φέρνουμε τον «αντίπαλο» στα μέτρα μας, με ανοικτή διαστρέβλωση
Στην παρθενική του ομιλία ο νέος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ σημειώνει: «Δεν υπάρχει βάση συνεργασίας με κόμματα που προέκυψαν από διάσπαση οπορτουνιστική από το κόμμα μας, όπως είναι σήμερα το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή ο ΣΥΝ, όλος ή ένα τμήμα του, το “αριστερό ρεύμα” ή το μέτωπο του Αλαβάνου, πιθανόν άλλα νέα κόμματα που μπορεί να προκύψουν –και δεν αποκλείεται τίποτα– από διαγραμμένους τα τελευταία χρόνια, μόνα τους ή σε συνεργασία με άλλους».
Καμία συνεργασία λοιπόν με ό,τι υπάρχει αλλά και ό,τι πιθανόν θα υπάρξει! Αυτό τονίζει με την άνεση του φανατισμού που λοβοτομεί τη σκέψη ο νέος γραμματέας. Αλλά τι ήταν οι αγωνιστές όσο ήταν σε αυτό και σε τι μετατρέπονται μόλις αποχωρούν, διαγράφονται και σε τι και πώς ξαναμετατρέπονται μόλις επιστρέψουν ή «αποκαθίστανται»; Τι είναι το κόμμα, θρησκευτική εκκλησία; Η αδιέξοδη αυτή πολιτική και ο φανατισμός, είναι η βάση εσωτερικών τραγωδιών και διαπροσωπικών εμφυλίων στην Αριστερά, μετατροπής ανθρώπων σε κεφαλοκυνηγούς οπορτουνιστών: «Τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με άλλα κόμματα του οπορτουνισμού, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή η κίνηση Αλαβάνου, μιλούν για έξοδο από την ευρωζώνη, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Η πρότασή τους είναι παγίδα, έχει στόχο να εγκλωβίσει τη δικαιολογημένη αντίθεση στις πολιτικές της ΕΕ», όλοι σε ένα τσουβάλι στην ομιλία του γραμματέα: «Η τρόικα, η κυβέρνηση και οι δυνάμεις του κεφαλαίου», αναφέρουν οι θέσεις για τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (θέση 40), «επιχειρούν να συντρίψουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα, να φορτώσουν την κρίση στους εργαζόμενους … Απάντηση σε αυτήν τη βαρβαρότητα αποτελεί μόνο η αντικαπιταλιστική ανατροπή της πολιτικής αυτής και των κυβερνήσεων που την εφαρμόζουν, το άνοιγμα του δρόμου για μια ευρύτερη αναμέτρηση με προοπτική την εξουσία των εργαζομένων. Το δίλημμα που μπαίνει μπροστά στους εργαζόμενους είναι: Είτε θα ακολουθήσουμε το δρόμο των μνημονίων, της κοινωνικής καταστροφής, της υποταγής στο κεφάλαιο. Είτε θα ακολουθήσουμε ένα δρόμο ρήξης και ανατροπής, κατάργησης των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, εξόδου από την ΕΕ, σύγκρουσης με την εξουσία του κεφαλαίου».
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ
Οι τολμηρές τομές και η μεγάλη πορεία
Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι καθηλωμένος σε μια σύγχρονη εκδοχή της μεταρρυθμιστικής λογικής. Ταλαντώνεται ανάμεσα «στη δημιουργική επιχειρηματικότητα» και έναν απροσδιόριστο σοσιαλισμό. Φαντασιώνεται δογματικά και αυτοπαγιδεύεται έξω από τα όρια της επιστήμης, της ιστορίας και της πολιτικής, στην ύπαρξη της «δικής μας Ευρώπης των λαών, των επαναστάσεων, του κοινωνικού κράτους» σε ένα λίγο πολύ ίδιο καπιταλισμό.
Ο καπιταλισμός, ανελέητος, εξελίσσεται ως γνωστόν με στάδια, φάσεις και ασυνέχειες. Οι επαναστάτες στο τέλος του πρώτου σταδίου του καπιταλισμού, τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της πρώτης μεγάλης κρίσης του καπιταλισμού, δεν δίστασαν να διαλύσουν τη Πρώτη Διεθνή το 1876. «Με την αποχώρησή σου», έγραφε ο Ένγκελς στον τότε γραμματέα της πρώτης διεθνούς, Ζόργκε, στις 17 Σεπτέμβρη του 1844, «η παλιά Διεθνής έτσι ή αλλιώς, τέλειωσε την ύπαρξή της. Κι αυτό είναι καλό. Ανήκε στην περίοδο της δεύτερης αυτοκρατορίας». Η εποχή άλλαζε, το μέσο που είναι το πολιτικό κόμμα όφειλε να αλλάξει ανάλογα. Το δεύτερο στάδιο του καπιταλισμού, σήμανε το μονοπωλιακό – ιμπεριαλιστικό μετασχηματισμό του στο τέλος του 20ού αιώνα. Σήμανε την κυριαρχία των αντιδραστικών χαρακτηριστικών του, την έναρξη της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού γενικά, τη νέα ποιοτική δυνατότητα του εργατικού επαναστατικού κινήματος για προλεταριακές επαναστάσεις. Οι επιφανείς επαναστάτες του 20ού αιώνα δεν δίστασαν όμως και τότε να διασπάσουν τη δεύτερη διεθνή με 11,5 εκατομμύρια συνδικαλισμένα μέλη και 5,5 εκατομμύρια κομματικά το 1914 για να πορευθούν σε ένα ανώτερο επίπεδο εργατικής πολιτικής. Ωστόσο, όπως έδειξε η Πράξη, αυτός ο μέγας κριτής, ούτε η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ούτε η ποιοτική ανάπτυξη της εργατικής τάξης και των νέων οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων, ούτε οι τότε κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί, ούτε η γενική ποιότητα των συνολικών αντιθέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στους όρους και στις σχέσεις παραγωγής, οδήγησαν στον περασμένο αιώνα τον καπιταλισμό στο «ανώτατο», το τελευταίο, επίπεδο ωρίμανσής του. Η συγκεκριμένη ιστορική εποχή σφραγίστηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Χαρακτηρίστηκε από μια σειρά μεγαλειώδεις κοινωνικές, αντιιμπεριαλιστικές, αντιαποικιακές, εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις. Σε αυτή την ιστορική εποχή, οι σοσιαλιστικές – κομμουνιστικές σχέσεις, δεν κυριάρχησαν πουθενά. Αντίθετα, οι πρώτες ανολοκλήρωτες απόπειρες προς αυτήν την κατεύθυνση για μια σειρά λόγους, αντιστράφηκαν, ηττήθηκαν και μεταλλάχτηκαν.
Σε αυτή την εποχή, οι οξύτατες ταξικές αναμετρήσεις, στο πλαίσιο της πάλης ακριβώς για την ανώτερη συγκρότηση της κοινωνίας, συσσώρευσαν τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών. Και οδήγησαν τελικά τον κυρίαρχο καπιταλισμό στη σημερινή νέα ιστορική βαθμίδα που σφραγίζεται κατά τη γνώμη μας από το ανώτερο, σε σχέση με την προηγούμενη εποχή, επίπεδο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και αντιδραστικότητας αλλά και το σημερινό ανώτερο, λόγω της πρωτοφανέρωτης ανάπτυξης της επιστήμης, των μέσων και εργαλείων παραγωγής, λόγω της ποσότητας και της ποιότητας της εργατικής τάξης, ποιοτικό επίπεδο ανάπτυξης της δυναμικής της κομμουνιστικής διεθνικής αναγκαιότητας και δυνατότητας. Δυναμική που δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί, θα κριθεί και τελικά θα αποκρυσταλλωθεί από τη συγκεκριμένη ιστορική πρακτική του εργατικού κινήματος και των πρωτοποριών του. Από την ποιότητα της νέας εργατικής, κομμουνιστικής προγραμματικής πρότασης και δράσης και από τη συγκεκριμένη έκβαση των σύγχρονων ταξικών αγώνων. Με βάση αυτή την αλληλουχία και ιστορική οπτική, τίποτα δεν πάει οριστικά χαμένο από τις επιτυχίες της εργατικής πάλης και τίποτα δεν κερδήθηκε οριστικά από την αστική πολιτική. Και αυτά όχι μόνο από τη σκοπιά των θεωρητικών συμπερασμάτων, αλλά πρωτίστως από την άποψη του «είναι και γίγνεσθαι», των υλικών σύγχρονων κοινωνικών δυνάμεων και σχέσεων που έχουν ως εσωτερική απαίτηση, αναγκαιότητα και δυνατότητα την προώθηση της κατάργησης και αντικατάστασης του υπάρχοντος παρακμάζοντος, εξαντλημένου συστήματος. Ό,τι υπάρχει δεν είναι αυτό που θα ‘ρθει, αλλά αυτό που θα ‘ρθει δεν μπορεί να γεννηθεί χωρίς αυτό που υπάρχει και την τολμηρή εξέλιξή του.