του Αντώνη Δραγανίγου*
Παρά την σχετική κινηματική υποχώρηση -εν μέρει και εξαιτίας της- μια πολύ πλατιά πολιτική διεργασία βρίσκεται σε εξέλιξη μέσα στον μαχόμενο κόσμο και την βάση της Αριστεράς. Πολύς κόσμος προβληματίζεται και αρχίζει να συνειδητοποιεί τα όρια της Αριστεράς και στις δύο κυρίαρχες εκδοχές της. Απογοητεύεται από τη συστημική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που κινείται όλο και πιο καθαρά μέσα στα όρια της αστικής πολιτικής, ρίχνοντας διαρκώς γέφυρες με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Αλλά και από τα αποτελέσματα του πρόσφατου Συνεδρίου του ΚΚΕ, το οποίο δεν έχει γραμμή και λογική ανατροπής, εξακολουθεί να παραπέμπει τα πιο κρίσιμα ζητήματα του πολιτικού αγώνα στην λαϊκή εξουσία, αναπαράγει και οξύνει τον πόλεμο σε ό,τι κινείται στα αριστερά του ή απλά αμφισβητεί την απόλυτη αλήθεια της γραμμής του.
Μέσα σε αυτήν την δύσκολη πορεία, χιλιάδες αγωνιστές επανατοποθετούνται και αναζητούν την Αριστερά εκείνη που μπορεί να μπει μπροστά, επικεφαλής ενός μεγάλου νικηφόρου κινήματος απέναντι στο μαύρο μέτωπο κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ – κεφαλαίου. Οι αγωνιστές αυτοί προέρχονται από τις «φυσικές πρωτοπορίες» που γεννιούνται μέσα στην πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, αποδεσμεύονται από τα αστικά κόμματα, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από τα ρεύματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς και των άλλων αντιμνημονιακών μορφωμάτων. Ιδιαίτερο ρόλο παίζουν βεβαίως και οι αγωνιστές της «εκτός των τειχών» Αριστεράς.
Στο πλατύ φάσμα των αναζητήσεων διαμορφώνονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, κρίσιμα για την οικοδόμηση μιας άλλης Αριστεράς. Ενισχύονται οι τάσεις για ένα πολιτικό πρόγραμμα ρήξης με τους βασικούς πυλώνες της αστικής πολιτικής (μνημόνια, χρέος, ευρώ-ΕΕ κλπ). Συνδέεται η πάλη αυτή, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, με την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού. Αναζητούνται δρόμοι ενίσχυσης της ταξικής ενότητας των εργαζόμενων και των διαφορετικών αγωνιστικών ρευμάτων μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Από την άλλη πλευρά οι αναζητήσεις αυτές είναι σε πολλές περιπτώσεις αντιφατικές, με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και διαδρομές. Παραμένουν σε μεγάλο βαθμό διάσπαρτες χωρίς μια συγκροτημένη κοινωνική-ταξική γείωση.
Με ευθύνη απέναντι στην ανάγκη μιας άλλης, πολύ πιο ισχυρής μετωπικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι σήμερα συσσωρεύονται προϋποθέσεις για σημαντικά βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και με συνείδηση των υπαρκτών διαφορών και των αναγκαίων βημάτων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απευθύνει μέσα από την Συνδιάσκεψή της πρόταση μετωπικής συμπόρευσης σε όλες τις αντικαπιταλιστικές, αντιιμπεριαλιστικές, αντι-ΕΕ δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, περιγράφοντάς τις με σαφήνεια.
Η έναρξη αυτής της πορείας αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την αλλαγή του χάρτη της Αριστεράς, για το δυνάμωμα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και των δυνάμεων της ανατροπής. Για να ξεπερνιέται η πολιτική αμηχανία και να βρίσκει μια νέα έμπνευση και δύναμη το κίνημα για την αντεπίθεση του.
Η μάχη αυτή δεν μπορεί να αναβάλλεται ή να υποβαθμίζεται. Είναι αδιέξοδη η συνέχιση μιας «εσωκομματικής μάχης» με το βλέμμα στραμμένο στις εξελίξεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που τελικά κάνει τις όποιες ριζοσπαστικές δυνάμεις «ουρά» του Τσίπρα και του Σταθάκη ή «μέσα» στο ΚΚΕ, που οριοθετεί ζωντανές δυνάμεις από την πολιτική της ηγεσίας του Περισσού. Ούτε βέβαια μπορεί να εμπνέει μια πολιτική γραμμή «γέφυρας» με το ρεφορμισμό, που καταδικάζει την μαχόμενη Αριστερά σε «τσικό» των διαχειριστικών δυνάμεων. Μόνο αν οι τάσεις που υποστηρίζουν ένα άλλο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και ένα άλλο κίνημα ανατροπής, δοκιμαστούν στον «αέρα» της ταξικής πάλης και του ανοιχτού πολιτικού αγώνα, μόνο αν ακολουθήσουν τον δρόμο της μετωπικής συμπόρευσης μπορεί να διαμορφώνεται μια νέα ελπίδα στο εργατικό λαϊκό κίνημα και την Αριστερά.
«Πολιτική βάση μιας τέτοιας μετωπικής συμπόρευσης είναι το αναγκαίο και απαραίτητο σήμερα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα», αναφέρεται στις Θέσεις για την 2η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κατατίθεται μια συγκεκριμένη πρόταση, που βεβαίως δεν διατίθεται για κοπτοραπτική. Το πρόγραμμα αυτό έχει «αντισυνδιαχειριστική λογική» με κατεύθυνση υπέρβασης του καπιταλισμού προς μια «σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική», με «επιμονή στις επαναστατικές αλλαγές» που έχει ανάγκη η κοινωνία. Ξεκαθαρίζει ότι η πορεία αυτή θα σφραγιστεί από την δράση του κινήματος και την αναγκαία «αγωνιστική κλιμάκωση». Τέλος αντιλαμβάνεται αυτήν την προσπάθεια σαν διαδικασία που θα «σφυρηλατείται τόσο στις αναγκαίες κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες («από πάνω»), αλλά πρώτα από όλα στην συστράτευση στα μέτωπα των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων («από κάτω»).
Η πολιτική αυτή πρόταση δεν είναι αναπαραγωγή του προγράμματος τακτικής – στρατηγικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πλήρη του έννοια περιλαμβάνει το άμεσο «μεταβατικό» αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης (αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης), την συγκεκριμένη σαφώς καθορισμένη σύνδεσή του με την στρατηγική (επανάσταση, συντριβή του αστικού κράτους, όργανα αντι-εξουσίας κλπ) και τον ιστορικό ορίζοντα του σοσιαλισμού – κομμουνισμού της εποχής μας. Αυτό είναι το «πρόγραμμα» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι τα «πέντε σημεία», όπως αναφέρεται κάποιες φορές από αντιλήψεις που το υποβαθμίζουν σε ένα τακτικίστικο άθροισμα κάποιων σημείων.
Η πρόταση αυτή είναι «ανοιχτή» προς τα πολυποίκιλα και αντιφατικά ρεύματα που παλεύουν για την ανατροπή της ιστορικής επίθεσης στους εργαζόμενους και την αλλαγή της κοινωνίας σε αντικαπιταλιστική-επαναστατική κατεύθυνση. Είναι ταυτόχρονα ξεκάθαρα «κλειστή» προς διαχειριστικές αντιλήψεις, που προτάσσουν π.χ. μια κεϊνσιανή «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού, ή σε απόψεις μεταρρύθμισης-μετασχηματισμού του συστήματος, που είναι «ευάλωτες» στο να ηγεμονευτούν από τον ρεφορμισμό – μεταρρυθμισμό τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι αποτελεί αφετηρία για την αναγκαία μετωπική συμπόρευση.
Βασικό πεδίο προώθησης της μετωπικής πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το κίνημα, οι πολιτικοί αγώνες κι ευρύτερα η δουλειά στη «βάση». Εκεί ερχόμαστε σε επαφή με την «φυσική πρωτοπορία» των εργαζομένων, που είναι ο πρώτος μας «σύμμαχος» στην μάχη για μια άλλη Αριστερά. Εκεί κρίνονται πολιτικές θέσεις και πρακτικές. Η λογική του αγωνιστικού μετώπου ρήξης ανατροπής και της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, πείθει πρωτοπόρους ανθρώπους να στραφούν προς την αντικαπιταλιστική Αριστερά, δημιουργεί ρήγματα στα ρεφορμιστικά ρεύματα. Σε αυτά τα χέρια των χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών πρέπει να περάσει η πρόταση για μια άλλη νικηφόρα Αριστερά. Η αντίληψη αυτή δεν είναι «κινηματισμός», όπως όψιμα κατηγορείται το ΝΑΡ! Αντίθετα έξω από αυτό το στοιχείο η «πολιτική των συμμαχιών» γίνεται μια υπόθεση πρωτοβουλιών «κορυφής», χωρίς πνοή και προοπτική.
Αν όμως αυτό είναι βασικό πεδίο άσκησης της πολιτικής μας δεν είναι το μοναδικό. Αντίθετα η παρέμβασή μας μένει λειψή αν δεν ολοκληρώνεται πολιτικά. Αν τα αντιφατικά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που γεννιούνται δεν συγκροτούνται στην κατεύθυνση ενός άλλου αντικαπιταλιστικού – επαναστατικού πόλου. Αν δεν γίνονται τα αναγκαία και ώριμα κάθε φορά βήματα, έτσι ώστε να μην εμφανίζεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στάσιμη και περιχαρακωμένη σε μια αυτάρεσκη κατάσταση. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται η μετωπική πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Προϋπόθεση για την επιτυχία της είναι να έχει ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση και να είναι ενωμένη και ισχυρή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Οι πρωτοβουλίες που αναγγέλλονται ενώ βρισκόμαστε στην δημοκρατική διαδικασία της Συνδιάσκεψης, από τμήμα των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μέρος μόνο των δυνάμεων στις οποίες απευθύνεται η πρόταση μετωπικής συμπόρευσης, δεν συμβάλλουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Πρώτον γιατί παίρνονται μια πολύ άκαιρη στιγμή – όταν η «όλη» ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει καταλήξει και προωθεί μια συγκεκριμένη πρόταση. Δεύτερον γιατί αντικειμενικά αποτελεί ρήγμα στη δημοκρατική ενοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ποιο είναι το νόημα της προσπάθειας σύνθεσης των απόψεων, αν, ότι και να αποφασίσουν τα όργανά της, ορισμένες δυνάμεις έτσι και αλλιώς προχωρούν και υλοποιούν τα ξεχωριστά τους σχέδια; Τρίτο, γιατί η πολιτική βάση που συγκροτείται ακρωτηριάζει την πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την εντάσσει στη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας, αποσπασμένη από τη συνολική εξουσία. Για παράδειγμα πόσο ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς της με μια λογική «φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού» μια πρόταση που προσβλέπει «στην έξοδο από την ύφεση, την αναχαίτιση της ανεργίας με βαθιές ριζοσπαστικές/δημοκρατικές αλλαγές στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το κράτος»;
Σε κάθε περίπτωση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει ενωτικά και συγκροτημένα, υπερβαίνοντας λαθεμένες πρωτοβουλίες αλλά και χωρίς αναδιπλώσεις, να συζητήσει και προωθήσει την πολιτική της πρόταση.
*Μέλος της Κ.Σ.Ε της ΑΝΤΑΡΣΥΑ