Το κόκκινο νήμα που δεν κόπηκε
του Κώστα Μάρκου
Τον γνωρίσαμε οι περισσότεροι της γενιάς μας στους υγρούς δρόμους και τα καπνισμένα φοιτητικά αμφιθέατρα της Θεσσαλονίκης με εκείνο το μακρύ γκρίζο παλτό, μάλλον του πατέρα του, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, γεμάτο με όλα τα όνειρα και τις αγωνίες της νιότης τής εποχής εκείνης. Ξεχώριζε λιγάκι, ένας από όλους μας και διαφορετικός, ήσυχος στο χαρακτήρα ανάμεσα στους γενικά αψείς Κνίτες, ανήσυχος στο πνεύμα ανάμεσα στη γενική σιγουριά ότι όπου νάναι θα νικήσουμε, εξάλλου μόλις είχαμε πάρει τη Νικαράγουα.
Ο Δήμος είχε τη χάρη της έλξης, της συναρπαστικής αφήγησης, της πειθούς κι ας μην ήταν ακριβώς έτσι όπως τα ‘λεγε, στη δημόσια ομιλία και στην παρέα, μιας γοητείας σε άντρες και γυναίκες, από αυτές που λες «θάθελα να ‘μουν έτσι». Ένα ωραίο πρότυπο του νέου κομμουνιστή που σ’ έκανε περήφανο που ήταν μαζί σου, που ήσουν μαζί του στην κοινή υπόθεση. Που υποχρέωνε σε κρυφό θαυμασμό ακόμα και τους πιο φανατικούς αντιπάλους του.
Σεμνός με τους συνανθρώπους του, κάπως τρυφερός με τους συντρόφους τους ενώ η εποχή επέβαλε στους αγωνιστές μια σκληρότητα, πολλές φορές δήθεν, «ντεμέκ», όπως λένε στη Μακεδονία, σαν αντίδραση, ίσως, στη γενική πασοκική μαλθακότητα και την εοκική ευδαιμονία. Όχι ότι δεν φόρεσε κι αυτός τα «μαύρα πέτσινα μπουφάν» της ΚΝΕ Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης, μιας περίεργης εκδήλωσης συλλογικότητας και αποφασιστικότητας κόντρα στον πολιτικό συμβιβαστικό τόνο τής τότε ηγεσίας του Κόμματος απέναντι στο ανερχόμενο νεοσυντηρητικό ρεύμα μιας ΔΑΠ που συνδύαζε το ιδεολογικό περιτύλιγμα με τον τραμπουκισμό των Κενταύρων της ΟΝΝΕΔ, στο πανεπιστήμιο και τις συνοικίες της πόλης. Όμως, κάτω από το μαύρο πέτσινο μπουφάν, ο Δήμος έκρυβε, όπως όλοι, μια άλλη, δική του πτυχή που ξάφνιαζε, μια αναζήτηση του εκλεπτυσμένου, του σπάνιου, ένα καλοσιδερωμένο ρούχο μαζί με έναν ρομαντικό αέρα περιπέτειας στα χίλια κυβικά της μηχανής του, μια ξεχωριστή κίνηση που έκανε τη διαφορά, την έκπληξη.
Μέσα από αυτούς τους ιδιαίτερους προσωπικούς δρόμους, στρατεύθηκε στο ρεύμα της αριστερής αντιπολίτευσης στη μετατροπή του ΚΚΕ σε «εσωτερικού», στην «προδοσία» της συγκυβέρνησης Τζανετάκη και του κομμουνιστικού ιδανικού. Το φεστιβάλ «του», το φεστιβάλ «μας» της Σπουδάζουσας Θεσσαλονίκης έγινε η αφορμή για το γενικό πογκρόμ διαγραφών στην ΚΝΕ, το Σεπτέμβρη του ’89, κατ’ απαίτηση του Ψυχάρη, με προτροπή του Μίμη και με διαταγή του Χαρίλαου. Ο Δήμος, μαζί με πολλούς ακόμη, είπε το δικό του συλλογικό «δεν πειθαρχώ» στις «εκθέσεις» του Κόμματος και στην υποταγή του κομμουνισμού στον καπιταλισμό μιας νέας εποχής που ακόμη δεν είχαμε καταλάβει. Και ρίχτηκε στην προσπάθεια για τη δημιουργία ενός νέου αριστερού ρεύματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης μέσα από τα πρώτα αδέξια βήματά του, εν μέσω γενικής κατάρρευσης χωρών, βεβαιοτήτων και παρεών.
Στα δύσκολα μολυβένια χρόνια των αρχών του ’90, όπου το συλλογικό κονταροχτυπιόταν με το ατομικό, οι δρόμοι μας χώρισαν αλλά και δεν χώρισαν ποτέ. Ήταν «έξω από εμάς», αλλά πάντα «κάπου εκεί μαζί μας» στον αγώνα, όπως χιλιάδες άλλοι. Σε μια πορεία, σε ένα ψηφοδέλτιο, σε μια εκδήλωση, σε μια ενίσχυση. Σε μια γνώμη.
Ο Δήμος διάλεξε την «τέχνη του επιχειρείν», όπως εξάλλου χιλιάδες άλλοι, τότε. Μόνο που αυτός την εφάρμοσε, όπως σε όλα, με το δικό του ξεχωριστό στιλ. Γιατί με τον αθεράπευτο ρομαντισμό του βάλθηκε σαν μικρός Δον Κιχώτης να καταργήσει τους «γενικούς νόμους του κεφαλαίου», είχε την τρελλή ιδέα να κάνει μια «επιχειρηματική συλλογική ουτοπία».
Αντίθετα με όσα λένε, δεν έγινε ποτέ «επιτυχημένος επιχειρηματίας». Γιατί δεν μπορούσε να είναι τελικά κυνικός, σε έναν κόσμο που είναι θεμελιακά κυνικός, περισσότερο μάλιστα από κάθε άλλη εποχή. Και αυτή η πραγματικότητα με τα εξωτερικά σύμβολα της «τζιπούρας» ερχόταν σε οξεία και μόνιμη σύγκρουση με μια άλλη πλευρά της εσώτερης προσωπικότητάς του. Ο Δήμος ήταν συμπονετικός με τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους, σπάνιο προνόμιο του ανθρώπου στην εποχή μας, που κληρονόμησε πιθανόν μέσα από τις διηγήσεις της προσφυγιάς που ξεπέταξε την οικογένεια από την ανατολική Θράκη στο χωριουδάκι Κουφάλια, μαζί με τους ντόπιους σλαβομακεδόνες και σε ταραγμένη ισορροπία μαζί τους. Ίσως για αυτό να απέκτησε και τέτοια εμμονή με τη νεότερη ιστορία και τα ιστορικά βιβλία που καταβρόχθιζε και θυμόταν με εκπληκτικές λεπτομέρειες. Ήταν συμπονετικός με τους αδύναμους γιατί ήταν περήφανος για την «προλεταριακή καταγωγή» του, για την «τσάπα» του πατέρα του. Δεν την ξέχασε ποτέ.
Στις τελευταίες επιθυμίες του, μαζί με την παραγγελία για ένα μαύρο μνήμα χωρίς σταυρό, αλλά με ρητό του Επίκουρου που δε φοβόταν το θάνατο, μαζί με την παραγγελία να τον αποχαιρετήσουν οι φίλοι του με μουσική της Καραϊνδρου που αγαπούσε, ο Δήμος ζήτησε να μάθουν και να θυμούνται τα παιδιά του τη φυλάκισή του στις στρατιωτικές φυλακές της Αυλώνας. Αυτή ήταν η παρακαταθήκη που άφησε, ο τίτλος της τιμής του. Αυτό ήταν το νήμα που τον συνέδεε με όλους τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες των προηγούμενων και των μελλοντικών γενιών. Αυτό το κόκκινο νήμα του Δήμου, τελικά, δεν κόπηκε ποτέ. Κι εμείς, παιδιά «του», «παιδιά» όλων των φυλακισμένων αγωνιστών, αυτό το νήμα της μνήμης θα κρατάμε στις δύσκολες και, ίσως, ηρωικές στιγμές που έρχονται.