Συνηθίσαμε τα ρημαγμένα καταστήματα, τις σκονισμένες βιτρίνες, τα αζήτητα «Πωλείται» και «Ενοικιάζεται». Τώρα θα συνηθίσουμε και τα εγκαταλειμμένα περίπτερα, αφού με τις νέες ρυθμίσεις τα προϊόντα καπνού θα πωλούνται και στα σούπερ μάρκετ. Στους επόμενους δύο μήνες, θα τοποθετηθούν ειδικά σταντ με τσιγάρα σε 250 καταστήματα μιας γνωστής αλυσίδας, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και άλλες. Αυτή η «απελευθέρωση» της αγοράς θα είναι η χαριστική βολή για χιλιάδες μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις που ήδη φυτοζωούν.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Όχι όσα ξέρει ο κουρέας, αλλά όσα ξέρει ο περιπτεράς δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος. Ο περιπτεράς της γειτονιάς δεν ενδιαφέρεται πια για τα «φρονήματα» των πελατών του, για το τι εφημερίδα αγοράζουμε (άρα και για το τι ψηφίζουμε) αφού οι περισσότεροι έχουν πάψει να αγοράζουν εφημερίδα. Ξέρει όμως ποιοι μαθητές έχουν πάψει να αγοράζουν κρουασάν, τσίχλες και άλλα μικροπράγματα γιατί έχει κοπεί το χαρτζιλίκι τους (και όχι γιατί ξαφνικά αγάπησαν τις υγιεινές τροφές). Ξέρει ποιος γονέας, επιστρέφοντας από τη δουλειά (εφόσον ανήκει στο σπάνιο είδος που εξακολουθεί να δουλεύει), αγοράζει μια κόκα κόλα ή μια μπίρα για το σπίτι, ξέρει ποιος μάταια εκλιπαρεί για να ψωνίσει επί πιστώσει.
Στις καλές ή μάλλον στις κανονικές εποχές, το περίπτερο ήταν ο μικρός καταναλωτικός παράδεισος των φτωχών. Περιοδικά, φτηνά παιχνιδάκια, συσκευασμένες λιχουδιές, γαριδάκια, τσιπς. Τώρα όλα αυτά έχουν γίνει απαγορευμένοι καρποί και οι περισσότεροι περιπτεράδες βαράνε μύγες. Επιπλέον, το περίπτερο ήταν ένα ισχυρό τοπόσημο, ένας κόμβος κοινωνικής ζωής, ένα μίνι καφενείο όπου αρκετοί γείτονες κοντοστέκονταν και συζητούσαν. Το φωταγωγημένο περίπτερο τη νύχτα ήταν ένας φάρος ζωής, κάτι διαφορετικό από τα αδιάφορα φανάρια των αυτοκινήτων. Εδώ συνήθως ρωτούσαμε για το πού πέφτει το νοσοκομείο, το διανυκτερεύον φαρμακείο ή ένας άγνωστός μας δρόμος ή ταβέρνα. Πέντε χιλιάδες λουκέτα έχουν μπει την τελευταία τριετία σε περίπτερα και καταστήματα ψιλικών. Υπολογίζεται ότι από τα 12.000 που έχουν απομείνει, δεν θ’ αντέξει ούτε το ένα στα πέντε.
Έτσι, θα περπατάμε μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζουμε κανέναν και θα σιγομουρμουρίζουμε «κι ούτε κανένας με γνώριζε». Ούτε καν ο περιπτεράς της γειτονιάς μας.