Η νωθρότητα με την οποία μεγάλο μέρος της κοινωνίας έχει βυθιστεί στην τηλεθέαση του Σουλεϊμάν μαρτυρά την κόπωση από τον ανελέητο βομβαρδισμό των τελευταίων τριών χρόνων με πληροφορίες. Ο Σουλεϊμάν έρχεται στη θέση του Βαρουφάκη ή του Καζάκη, στη θέση των αριθμών και των αναλύσεων για το χρέος, την κρίση, τις ΑΟΖ. Δεν έρχεται απαραίτητα μαζί με τη Χρυσή Αυγή, αλλά μπορεί να συνυπάρξει μια χαρά μαζί της. Μπορεί να συνυπάρξει με θεωρίες συνωμοσίας, ψήφο διαμαρτυρίας και προσευχές για το μέλλον της Ελλάδας.
Στο φασισμό ο λαός δεν χρειάζεται να κουράζεται ιδιαίτερα, αφού όλες οι αξίες εκφράζονται μέσα από τον ηγέτη. Η πνευματική εγρήγορση, η ενασχόληση με την επιστήμη, τη θεωρία, τον πολιτισμό, δεν συμπεριλαμβάνονται στις προτεραιότητες των οπαδών του. Γι’ αυτό και μπαίνουν στο στόχαστρο οι κομμουνιστές, που επιχειρούν να ανεβάσουν το επίπεδο συνείδησης του λαού, να εκπολιτίσουν περιοχές ολόκληρες που έχει αλώσει η βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Η αυταρχική πολιτική σκέψη, ακόμα και όταν δεν φτάνει σε κάποιο φασιστικό σχηματισμό, θέλει να περιορίσει τα κόμματα και τις οργανώσεις, την τέχνη και όλες τις πρωτοπορίες που απευθύνονται στο λαό για να τον δυναμώσουν. Αναγνωρίζει ως μοναδική πρωτοπορία την κάστα των τεχνικών-πολιτικών που βρίσκονται στην εξουσία. Αυτό είναι το περίφημο ευρωπαϊκό ιδεώδες όπως εκφράζεται σήμερα από την Ε.Ε.
Οι μάζες όμως έχουν εκπαιδευτεί να μην σκέφτονται σύνθετα και για αυτό κουράζονται από το βομβαρδισμό των πληροφοριών. Έτσι οι υπέρμαχοι της αυταρχικής πολιτικής σχολής έχουν άλλο ένα επιχείρημα υπέρ της υποταγής του λαού. Επιτίθενται στον ίδιο το λαό που αυτοί δημιούργησαν, του λένε ότι είναι διεφθαρμένος, ανίκανος να σκεφτεί και ν’ αντιδράσει. Του λένε ότι η δημοκρατία τον έβλαψε και πως μια χούντα μόνο του αξίζει. (Μια πανευρωπαϊκή χούντα στην προκειμένη περίπτωση.) Και διαδίδεται από στόμα σε στόμα, κυκλοφορεί σε διάφορες παραλλαγές: «Είμαστε κωλολαός», «είμαστε άξιοι της τύχης μας», «γιατί δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος;», «καλά μας κάνουν».
Έγραφε ένα ριψοκίνδυνο κείμενο στο ιστολόγιο leninreloaded που αξίζει να συζητηθεί: «Κάθε περιοχή της πολιτικής σκέψης που αφήνεται στο “αυθόρμητο” χωρίς καμία συλλογικά απευθυνόμενη εκπαιδευτική προεργασία είναι μια περιοχή που παραδίδεται στην αντιδραστική πολιτική σκέψη, και, όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες, στον εκφασισμό». Υπάρχει, ωστόσο, αυθόρμητο και αυθόρμητο. Το αυθόρμητο που γεννιέται στο περιβάλλον της καθημερινής αποχαύνωσης, στο κομμωτήριο, στο προποτζίδικο, στην τηλεόραση, και σε ένα μέρος του διαδικτύου, όπου το «όλοι εναντίον όλων» είναι ο κανόνας, είναι εξ ορισμού αντιδραστικό. Το αυθόρμητο που συνδυάζεται με κάποια πείρα από συλλογικούς αγώνες και διαδικασίες του μαζικού κινήματος, είναι άλλης ποιότητας.
Σήμερα η αστική τάξη πιέζει τους μικροαστούς προς τα κάτω και άλλο τόσο τους δηλητηριάζει με το μίσος για τα πιο φτωχά, τα πιο αδύναμα τμήματα της εργατικής τάξης, συνολικά με το μίσος για την εργατική τάξη. Έτσι και οι διανοούμενοι, θεωρητικοί και καλλιτέχνες, φτάνοντας μέχρι τον Τζίμη Πανούση, που συνδέθηκαν με τα εκλεπτυσμένα μεσαία στρώματα και πάντα απέφευγαν το σύγχρονο προλεταριάτο, στρέφονται κατά κύριο λόγο στην αγκαλιά της νέας αυταρχικής ιδεολογίας ή, ακόμα και τώρα, ασκούν ισοπεδωτική κριτική κατά πάντων, με αριστεροδέξια επιχειρήματα επιπέδου επάνω πλατείας Συντάγματος 2011: «κάτω τα κόμματα», «να μπούνε όλοι στη φυλακή», κλπ. Αυτή η μαζική καταδίκη της πολιτικής, σε συνθήκες που, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, είσαι υποχρεωμένος να μπεις στην πολιτική για να καταργήσεις την πολιτική που σε ισοπεδώνει, είναι η πιο χαρακτηριστική, η πιο ζωντανή εκδήλωση του εκφασισμού.
Η μάχη θα κριθεί στο πεδίο των ιδεών και βέβαια στο πολιτικό πεδίο. Στην ικανότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης, με τη βοήθεια των δικών της οργανικών διανοουμένων και του συλλογικού διανοούμενου, του κόμματος, να σκεφτεί τον κόσμο, να τοποθετηθεί θετικά υπέρ της ζωής και του μέλλοντος και να μπει μαζικά στον αγώνα για μια νέα κοινωνία παρασέρνοντας μαζί της και τα μεσαία στρώματα. Έχει γραφτεί και αλλού ότι ακόμα βρισκόμαστε στη φάση της νοσταλγίας μιας χαμένης πίστης και μιας χαμένης κουλτούρας. Άλλος διαλέγει τον Τσιτσάνη και άλλος τον Μπελογιάννη, άλλος τον Θεοδωράκη κι άλλος τον Χατζιδάκι.
Στον τελευταίο ειδικά – που εκπροσώπησε το δημοκρατικό ιδεώδες στην τέχνη και στην κουλτούρα γενικότερα, εκ μέρους μιας μάλλον ράθυμης στα θέματα αυτά τάξης – επιστρέφει ολοένα και περισσότερο σήμερα μια νεαρή διανόηση, που δεν φαίνεται να έχει εμπιστοσύνη στον απελευθερωτικό ρόλο της ίδιας της εργατικής τάξης, αλλά αναζητά μια ριζοσπαστική πολιτική από φωτισμένους αστούς και κόμματα διαχείρισης του καπιταλισμού με εναλλακτικούς τρόπους. Αυτή η νεαρή διανόηση δημιουργεί για τον εαυτό της, δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι αποδέκτης της αναγκαίας θεωρίας και της δημιουργίας είναι η εργατική τάξη. Και όσο δεν το συνειδητοποιεί, όσο δεν στρέφεται στο λαϊκό παράγοντα, για να τον εξυψώσει, αλλά καλλιεργεί το ριζοσπαστισμό αποκλειστικά στον αστικό μικροαστικό χώρο, τόσο θα απογοητεύεται από την πορεία των πραγμάτων, τόσο θα κατηγορεί το λαό για την ανωριμότητά του, και τόσο θα αφήνεται στην πορεία των πραγμάτων, στην πορεία του εκφασισμού.