Η Πανεπιστημίου αποτελεί πραγματικά τον πυρήνα του συνόλου που θα μπορούσε να περιγραφεί ως κέντρο της Αθήνας με την πιο στενή έννοια του όρου. Πρόκειται για τον άξονα που συνδέει τις πλατείες που στη συνείδηση κατοίκων και επισκεπτών έχουν καταγραφεί ως οι κεντρικότερες της πόλης, τη λαϊκή πλατεία Ομόνοιας και την αστική πλατεία Συντάγματος, παρουσιάζοντας κατά μήκος της όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις.
του Κώστα Βουρεκά από το Πριν
Η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου είναι πριν από όλα μία μητροπολιτικής κλίμακας παρέμβαση στις μετακινήσεις της Πρωτεύουσας και καθώς είναι πρωταρχικά οι μετακινήσεις που έλκουν τις χρήσεις γης και όχι το αντίστροφο, θα αποδειχθεί μία παρέμβαση με ευρύτερο και συνολικότερο αντίχτυπο. Σήμερα σχεδόν όλες οι μεγάλες οδικές αρτηρίες του Λεκανοπεδίου είναι διατεταγμένες ακτινωτά με κατεύθυνση από το κέντρο της Αθήνας προς τα προάστια. Αυτό συνεπάγεται ότι το κέντρο δέχεται καθημερινά όχι μόνο την κίνηση που το έχει σαν προορισμό αλλά και την κυκλοφορία των οχημάτων που το διασχίζουν, με κατεύθυνση άλλες περιοχές. Συνεπώς η προσπάθεια απομάκρυνσης των αυτοκινήτων από το κέντρο και η διοχέτευση της διαμπερούς κυκλοφορίας στις λεωφόρους του Δακτυλίου που συμπεριλαμβάνεται στο σχέδιο, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει σε άλλη περίπτωση δυνατότητα σημαντικής επέκτασης και βελτίωσης των δημόσιων χώρων του κέντρου. Όμως η απόπειρα αντικατάστασης του Ι.Χ. αυτοκινήτου με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει το σχέδιο, δεν συμβαδίζει με το μνημονιακό πρόγραμμα περικοπής προσωπικού και δρομολογίων.
Στις ανησυχίες που εκφράζονται για το ενδεχόμενο κυκλοφοριακού χάους, μπορούμε να πούμε ότι τα προβλήματα της κυκλοφορίας δεν είναι πρωτίστως τεχνικά αλλά πολιτικά: η απομάκρυνση του αυτοκινήτου είναι μία σωστή πολιτική επιλογή, η οποία όμως για να λειτουργήσει πρέπει να υποστηριχθεί σε πολλά επίπεδα. Τέλος είναι γεγονός ότι η δρομολόγηση του τραμ στην Πανεπιστημίου δίνει τη δυνατότητα η γραμμή να φτάσει μέχρι τα Πατήσια, με τις συνεπαγόμενες δυνατότητες βελτίωσης του δημόσιου χώρου σε κάποιες από τις πιο ταλαιπωρημένες συνοικίες του κέντρου.
Ενάντια στο σχέδιο της πεζοδρόμησης αναπτύσσεται μία επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία η κίνηση των αυτοκινήτων στην Πανεπιστημίου εξασφαλίζει τουλάχιστον κάποια ζωντάνια. Ενδεχόμενη πεζοδρόμηση θα ερημώσει το κέντρο και θα επεκτείνει τις πιάτσες των ναρκωτικών και της πορνείας προς την Πανεπιστημίου. Η κριτική αυτή εδράζεται σε κάποια πραγματικά δεδομένα. Η Πανεπιστημίου μπορεί να περιβάλλεται από πολύ ζωντανές πολυλειτουργικές περιοχές κατοικίας, εμπορίου και αναψυχής (Εξάρχεια, Κολωνάκι, ιστορικό κέντρο), όμως η ίδια δεν έχει καθόλου κατοικία και οι εμβληματικές λειτουργίες που στεγάζονται στα κτίριά της δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό, συνεπώς τα φαρδιά πεζοδρόμια της οδού περισσότερο διασχίζονται κάθετα παρά περπατούνται και εκτός του ωραρίου λειτουργίας των γραφείων και των καταστημάτων η κίνηση είναι πολύ μειωμένη.
Όμως η επιχειρηματολογία αυτή τείνει να βλέπει το ζήτημα στατικά, ενώ οι λειτουργίες μιας οδού που χαρακτηρίζεται από τα πολλά κενά κτίρια είναι μάλλον απίθανο να παραμείνουν οι ίδιες και μετά την παρέμβαση, ειδικά όταν διακηρυγμένος στόχος είναι η ενίσχυση της ψυχαγωγίας, του εμπορίου και χρήσεων πολιτιστικών – τουριστικών. Σε ότι αφορά τα φαινόμενα κοινωνικής εξαθλίωσης, είναι γνωστό ότι ο σχεδιασμός από μόνος του μπορεί μόνο να τα μετακινήσει χωρικά και όχι να τα λύσει. Η λύση τους περνάει από την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, που δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την ασκούμενη πολιτική σήμερα.
Στους αντίποδες της παραπάνω προσέγγισης βρίσκεται αυτή η οποία θεωρεί ότι η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου θα οδηγήσει σε φαινόμενα εξευγενισμού του κέντρου της πόλης, εκδίωξη των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων και δραστηριοτήτων και αντικατάστασή τους από ανώτερα. Και αυτή η κριτική έχει πραγματική βάση. Δεν είναι μόνο οι ιδιώτες επενδυτές που κατέχουν σήμερα ολόκληρα κτίρια στην περιοχή και τηρούν στάση αναμονής, ούτε και η ανεκμετάλλευτη περιουσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με μία οικονομική κατεύθυνση εκποίησής της και ένα θεσμικό πλαίσιο απορρύθμισης του πολεοδομικού προγραμματισμού σε όφελος των επενδύσεων. Ακόμα και η πρόταση που κέρδισε τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, με την αναφορά της στο «θέατρο των χιλίων δωματίων» παραπέμπει ευθέως στα διεθνή παραδείγματα όπου οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί υπήρξαν η εμπροσθοφυλακή του εξευγενισμού, για να ακολουθήσουν οι μεσοαστοί ή/και μεγαλοαστοί κάτοικοι – αγοραστές.
Όμως εδώ η περίπτωση είναι αρκετά διαφορετική από τα τυπικά υποδείγματα του εξωτερικού. Στην Πανεπιστημίου δεν υπάρχουν κάτοικοι για να εκδιωχθούν, η πολύ μεγάλη κατάτμηση των ιδιοκτησιών σε πολλά από τα παρακείμενα οικοδομικά τετράγωνα εμποδίζει τις γρήγορες και μεγάλες αλλαγές και η εγκατάσταση εμπορικών κέντρων στο κέντρο αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό των προαστιακών και εξωαστικών περιοχών. Τέλος, το γενικότερο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, αποτελεί ακόμα σοβαρότερη ανασταλτική παράμετρο για τέτοιου τύπου εγχειρήματα. Η μείωση της κατανάλωσης, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες δανεισμού των επιχειρήσεων και την πολιτική αστάθεια, αποτρέπουν τις επενδύσεις ακόμα και με το σκανδαλωδώς ευνοϊκό σημερινό νομοθετικό πλαίσιο.
Συνεπώς στη σημερινή ρευστή κατάσταση δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ούτε την πλήρη αποτυχία, ούτε την επιτυχία του προγράμματος, έστω και με τους δικούς του όρους.
Επιστροφή στην εποχή των «ευεργετών»
Σοβαρό σημείο προβληματισμού αποτελεί το γεγονός ότι μίας τέτοιας κλίμακας δημόσια παρέμβαση προκύπτει σαν το αποτέλεσμα ενός ιδιωτικού διαγωνισμού και της ιδιωτικής χρηματοδότησης από το Ίδρυμα Ωνάση. Η συγκεκριμένη περίπτωση είναι ίσως η πιο αθώα: στο κάτω – κάτω πρόκειται τελικά για έναν πεζόδρομο. Αν όμως συνδυαστεί με την αντίστοιχη χορηγία του Ιδρύματος Νιάρχου που κατασκευάζει Εθνική Βιβλιοθήκη – Εθνική Λυρική Σκηνή στον (δημόσιο) χώρο του παλιού Ιπποδρόμου στην Καλλιθέα, βλέπουμε να διαμορφώνεται μια τάση απόσυρσης του δημόσιου τομέα από τους κατ’ εξοχήν δημόσιους χώρους της πόλης και απόδοσής τους στους χορηγούς. Η διαφαινόμενη επιστροφή στην εποχή των «εθνικών ευεργετών» όπου τα χρήματα του Ανδρέα Συγγρού άνοιγαν τη λεωφόρο Συγγρού, οι αδερφοί Ζάππα έφτιαχναν το Ζάππειο κ.ά., δεν είναι τόσο αθώα, καθώς στο γεγονός ότι το δημόσιο σχεδιάζει τις μεγάλες παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο, ενυπάρχει – έστω και πολλαπλά διαμεσολαβημένη – η δυνατότητα δημοκρατικής συμμετοχής στην παραγωγή του ή έστω διατύπωσης κινηματικών διεκδικήσεων και αιτημάτων.
Η κρίση του κέντρου
Η πιο σοβαρή ίσως κριτική στην πεζοδρόμηση που έχει διατυπωθεί, αφορά το θέμα της ιεράρχησης των παρεμβάσεων στον χώρο της πόλης. Πολλές από τις περιοχές του κέντρου της Αθήνας αντιμετωπίζουν μια πολύμορφη κρίση, καθώς στα διαχρονικά προβλήματα της ρύπανσης, της έλλειψης πράσινων και δημόσιων χώρων και της κακής κατάστασης των δημόσιων υποδομών, έρχεται στην εποχή του μνημονίου να προστεθεί η φτώχεια και διάφορες εκφάνσεις κοινωνικού αποκλεισμού. Ένα πρόγραμμα μικρότερης κλίμακας πολεοδομικών παρεμβάσεων στις γειτονιές του κέντρου με τα μεγάλα προβλήματα είναι σίγουρα λιγότερο θεαματικό αλλά μέσω αυτού θα μπορούσε να συναρθρωθεί μια συνολική λογική παρέμβασης στην πόλη, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να εξεταστεί και η πεζοδρόμηση κάποιων σημαντικών οδικών αξόνων. Όμως η προτεραιότητα στην Πανεπιστημίου των εμβληματικών κτιρίων, της διοίκησης και των τραπεζών, δεν είναι άσχετη με την οπτική του χρηματοδότη και χορηγού του προγράμματος. Πρόκειται ασφαλώς για μία συγκεκριμένη οπτική στα προβλήματα του κέντρου της Αθήνας, φωτισμένη έστω αλλά πάντως μεγαλοαστική.
Οι διαδηλώσεις αναπόσπαστο στοιχείο του κέντρου
Τις διαφορετικές ποιότητες του χώρου δεν τις καθορίζουν τόσο τα κτιριακά κελύφη, όσο οι πρακτικές που λαμβάνουν χώρα εντός του και μέσω των οποίων αποδίδουμε στον χώρο το νόημά του. Και ενώ με την ειδική ποιότητα της «κεντρικότητας» που χαρακτηρίζει την Πανεπιστημίου, συνδέονται πάντα στον κυρίαρχο λόγο οι πρακτικές της εξουσίας, που λαμβάνουν χώρα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, δηλαδή στις έδρες της δημόσιας διοίκησης και των τραπεζών στην ευρύτερη περιοχή της οδού, οι πρακτικές αμφισβήτησης της εξουσίας και αυτών ακριβώς των αποφάσεων, συχνά αποσιωπούνται.
Αναφερόμαστε εδώ στις μικρές και μεγάλες διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, παλαιότερες και πρόσφατες, που είναι ουσιαστικά, ιστορικά και διαχρονικά συνυφασμένες με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του κέντρου. Έτσι για παράδειγμα η περίφημη Τριλογία (Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία), μνημείο του ακαδημαϊκού κλασικισμού, που αντανακλούσε όταν σχεδιάστηκε περισσότερο την εικόνα που είχαν στα ανάκτορα της Βαυαρίας για το πώς πρέπει να μοιάζει η Πρωτεύουσα του νέου Ελληνικού κράτους, επανανοηματοδοτείται ως τα Προπύλαια: η αφετηρία, το χωρικό σημείο προσυγκέντρωσης κάθε μεγάλης λαϊκής διαδήλωσης.
Οποιαδήποτε σύλληψη της κεντρικότητας της οδού παραμένει ανάπηρη χωρίς αυτό το δεύτερο σκέλος πρακτικών αντίστασης και αμφισβήτησης, καθώς είναι ακριβώς αυτή η χωρική σύμπτωση των πρακτικών εξουσίας και αντι-εξουσίας που συνιστά τον πυρήνα της κεντρικότητας της Αθηναϊκής μητρόπολης και όχι μόνο. Διάφορα πρόσφατα διεθνή παραδείγματα, από το Occupy Wall Street στη Νέα Υόρκη, μέχρι τους indignados στην Πλάθα ντελ Σολ της Μαδρίτης και τους διαδηλωτές της πλατείας Ταχρίρ του Καΐρου, δείχνουν ότι τα κινήματα αμφισβήτησης εκδηλώνονται κατεξοχήν στους δημόσιους χώρους του κέντρου των πόλεων.
Το πώς μια τέτοια, πληρέστερη σύλληψη της κεντρικότητας θα μπορούσε να συναρθρώνεται με το σχεδιασμό, είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να τεθεί καν υπό την οπτική γωνία της άρχουσας τάξης. Ευτυχώς όμως κάθε υλικός χώρος έχει την τάση να αυτονομείται από τις προθέσεις των κατασκευαστών του και η ζωή πάντα έχει τον τρόπο της να υπερβαίνει το σχεδιασμό.