ΘEMA: Το υποκείμενο της ανατροπής και της επανάστασης
Το αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο, το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και το ταξικό εργατικό κίνημα αποτελούν τις τρεις πλευρές του επαναστατικού υποκειμένου της εργατικής τάξης. Καμία από αυτές δεν καταργείται ούτε συγχωνεύεται ετσιθελικά, χωρίς βαρύτατες συνέπειες για το εργατικό κίνημα στο σύνολό του, ειδικά στην περίοδο της κρίσης και της αστικής επίθεσης.
του Κώστα Μάρκου
Κόμμα, μέτωπο και κίνημα
Η θεωρητική αντίληψη για τις τρεις πλευρές του συνολικού επαναστατικού υποκειμένου της εργατικής τάξης, για το κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα, δεν είναι μια αυθαίρετη κατασκευή. Έχει ιστορικότητα μέσα στην πάλη των τάξεων. Η ιστορία του επαναστατικού υποκειμένου είναι μια πορεία υλικής ανακάλυψης, μέσα στο χρόνο και στο χώρο της εργατικής πάλης, των τριών αυτών πλευρών του, από το ίδιο το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Ταυτόχρονα, είναι και μια αντιφατική πορεία των σχέσεων διάκρισης και σύνδεσης μεταξύ τους.
Το εργατικό κίνημα, στα πρώτα αυτοτελή του βήματα, όταν από τη μανιφακτούρα γεννιόταν το εργοστάσιο και ενώ ακόμη βάδιζε σε ανταγωνιστική συμμαχία με την αστική τάξη στο έργο της ανατροπής των φεουδαρχικών σχέσεων, ανακάλυψε το συνδικάτο ως βασική μορφή για το οικονομικό κίνημα και ως μέσο επίτευξης των βασικά οικονομικών σκοπών του (περίπου 1770-1830). Το τότε συνδικάτο, ταυτιζόταν σχεδόν με τις πρωτοπορίες της εργατικής τάξης. Θα λέγαμε ότι ήταν η εποχή του «συνδικάτου – κόμμα».
Με τη συγκρότηση της βιομηχανίας και του βιομηχανικού προλεταριάτου, σε συνδυασμό με τη θεωρητική νίκη του μαρξισμού και τη βαθύτερη συνείδηση των στρατηγικών απελευθερωτικών σκοπών του εργατικού κινήματος, επιτεύχθηκε μια δεύτερη τομή: Οι πρωτοπορίες που αναφύονταν μέσα από τη σφαίρα της οικονομικής – συνδικαλιστικής πάλης κινήθηκαν σε μια διακριτή συγκρότηση προς ένα «κόμμα με την ευρεία έννοια» (Μαρξ), σε ένα «κόμμα – μέτωπο» (περίπου 1860-1918), το οποίο ενσαρκώθηκε στην Α΄ Διεθνή. Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την επέκταση της μισθωτής εργασίας σε σειρά χωρών, γεννιέται η ανάγκη συγκρότησης εργατικών κομμάτων με αυτοτέλεια σε κάθε χώρα. Αυτή η νέα δυνατότητα αποτυπώνεται στην ανώτερη συγκρότηση της Β΄ Διεθνούς.
Από εκεί και πέρα, το εργατικό κίνημα αναγκάζεται να ανακαλύψει το μέτωπο (1920 και μετά) λόγω τριών βασικά παραγόντων: Καταρχάς, με την επικράτηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού, η διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης γίνεται πιο πολύπλοκη, ενώ ταυτόχρονα τίθεται και το θέμα των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα άλλα εκμεταλλευόμενα και καταπιεζόμενα κοινωνικά μεσοστρώματα που διαχωρίζονται από την αστική τάξη. Δεύτερο, το εργατικό κίνημα διασπάται βαθιά ανάμεσα στο κομμουνιστικό και σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, την ίδια περίοδο που ανεβαίνει ο φασισμός. Και τρίτο, με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, το κομμουνιστικό πρόγραμμα ανεβαίνει σε νέες βαθμίδες συνειδητότητας και συγκρότησης με την Γ΄ Διεθνή, η οποία δίνει θεωρητική διάσταση στο μέτωπο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τότε βρισκόμαστε στην «εποχή κόμμα – μέτωπο – κίνημα».
Οι τρεις πλευρές
Η σχέση μεταξύ των τριών πλευρών του επαναστατικού υποκειμένου τραυματίζεται βαθιά ήδη από την αυγή αυτής της εποχής. Οι τελικά ιδεαλιστικές αντιλήψεις, που έβλεπαν την επανάσταση περίπου σαν ένα πραξικόπημα κάποιων μυημένων πρωτοποριών ή την αρνούνταν τελείως στο όνομα μιας πορείας σταδιακών, ρεφορμιστικών μεταρρυθμίσεων («το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτε») οδηγούσαν και οδηγούν στην υποτίμηση έως και περιφρόνηση της επαναστατικής θεωρίας και της κομματικής συγκρότησης. Από την άλλη πλευρά, η παραίτηση στην πράξη από τη στρατηγική της επανάστασης και του κομμουνισμού, στην πορεία του ταξικού εκφυλισμού του κομμουνιστικού κινήματος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και ειδικά μετά τη μετάλλαξη και ήττα του μπολσεβίκικου ρεύματος στην ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930, οδήγησε στο αντίθετο άκρο: στην επικράτηση του κομματικού φετιχισμού. Το κυκλώπειο έργο της επανάστασης ανατέθηκε σε ένα «κόμμα – Κύκλωπα».
Σε αυτή τη μακρόχρονη ιστορική περίοδο και μέχρι σήμερα, επικρατεί γενικά ο διαχωρισμός του εργατικού αγώνα ανάμεσα στην οικονομική, την πολιτική και τη θεωρητική σφαίρα: Το εργατικό κίνημα περιορίζεται στον οικονομισμό, τα μέτωπα υποτάσσονται στον τακτικισμό του κόμματος, ενώ η στρατηγική και η θεωρία μετατρέπονται σε θεραπαινίδες των οβιδιακών οπορτουνιστικών μεταμορφώσεων της τακτικής.
Το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, της δομικής κρίσης του και της ανελέητης αστικής επίθεσης, δεν λύνεται με την κατάργηση ή συγχώνευση κάποιας από τις τρεις πλευρές σε μια άλλη. Καμία από αυτές τις τρεις, ιστορικά κατακτημένες πλευρές του επαναστατικού υποκειμένου δεν καταργείται, ούτε συγχωνεύεται ετσιθελικά, χωρίς βαρύτατες συνέπειες για το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Διότι και οι τρεις εδράζονται στους αντικειμενικούς νόμους συγκρότησης της μισθωτής εργασίας, αλλά και στους αντικειμενικούς νόμους γέννησης και ύπαρξης των πρωτοποριών, στον καπιταλισμό.
Το ζήτημα, επίσης, δεν λύνεται με μια αυθαίρετη πριμοδότηση της μίας ή της άλλης πλευράς, ούτε και με μια δήθεν διαλεκτική, βολική και στην ουσία δογματική απάντηση ότι «είμαστε γενικά και με τις τρεις πλευρές». Το ζήτημα είναι η ανακάλυψη εκ νέου και των τριών πλευρών από το επαναστατικό εργατικό κίνημα και τις πρωτοπορίες του, καθώς και η αποκατάσταση μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ τους, θεωρητικά αλλά και συγκεκριμένα πρακτικά, με βάση την εποχή, την κρίση και το ιστορικό μεταίχμιο στο οποίο βρισκόμαστε.
Από αυτή τη σκοπιά, χρειάζεται μια δημιουργική ανάπτυξη και διόρθωση της γραμμής της Γ΄ Διεθνούς για το ενιαίο εργατικό μέτωπο, αλλά και μια δημιουργική ανάπτυξη και διόρθωση της γραμμής για τα λαϊκά μέτωπα, το ΕΑΜ, τον ΔΣΕ κ.ά. Η δογματική επανάληψη όρων σε εντελώς διαφορετικές και πρωτότυπες συνθήκες δεν βοηθά.
Στις σημερινές συνθήκες και στους σημερινούς συσχετισμούς, η συγκρότηση του κοινωνικο-πολιτικού μετώπου συμπυκνώνεται στη γραμμή του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου (ΑΕΜ). Το άμεσο πολιτικό περιεχόμενο, ο κεντρικός πολιτικός στόχος αυτού του μετώπου, που καθορίζει το χαρακτήρα του, είναι η ήττα της επίθεσης του κεφαλαίου, η αντικαπιταλιστική ανατροπή της. Το ΑΕΜ είναι το ευρύτερο υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής με επιδίωξη την επανάσταση. Αποτελεί προσπάθεια συγκέντρωσης των δυνάμεων, με στόχο την ανώτερη συγκρότησή τους, τη σύνδεσή τους με την επανάσταση και την κομμουνιστική προοπτική.
Με το ΑΕΜ παίρνουμε υπόψη τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης, όχι για να υποταχθούμε σ’ αυτούς, αλλά για να τους ανατρέψουμε. Είναι ο δρόμος για την κατάκτηση της επαναστατικής δημοκρατικής ηγεμονίας μέσα στο ευρύτερο αντικαπιταλιστικό, εργατικό, ρεύμα και το ταξικό κίνημα ενάντια σε κάθε λογική επαναστατικής αγοραφοβίας, που συγχέει την ηγεμονία με τον ηγεμονισμό – σεχταρισμό.
Έτσι, το ΑΕΜ διαπερνάται από μια βασική αντίφαση, η οποία αποτελεί και την κινητήρια δύναμη ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξής του: Από τη μια πλευρά, αποτελεί πεδίο αγωνιστικής συνάντησης, κοινής δράσης, πολιτικού και πρακτικού διαλόγου, πεδίο γόνιμης αντιπαράθεσης και αντικαπιταλιστικής επίδρασης των επαναστατικών δυνάμεων πάνω στις μάζες που κινούνται κατά βάση στον χώρο του αγωνιστικού ρεφορμισμού και οι οποίες παλεύουν για ουσιαστικές βελτιώσεις, χωρίς να υπερβαίνουν το έδαφος του συστήματος. Από την άλλη, το ΑΕΜ αποτελεί το κύριο πεδίο ενός μόνιμου και σταθερού μετασχηματισμού αυτών των μαζών σε επαναστατική κατεύθυνση, πεδίο συσπείρωσης, ανώτερης ανάπτυξης και δημοκρατικής ηγεμονίας του αντικαπιταλιστικού ταξικού επαναστατικού ρεύματος.
Αυτές οι δύο πλευρές συνδέονται διαλεκτικά. Αντανακλούν την αντίφαση ανάμεσα στην επαναστατική τακτική και στις πολιτικές τάσεις που τείνουν να διατηρήσουν την εργατική αντίσταση στο πλαίσιο του συστήματος. Η βασική, η στρατηγική λειτουργία του ΑΕΜ είναι ακριβώς η πολιτική μετατόπιση των ευρύτερων αγωνιστικών δυνάμεων από τις παραλλαγές της αστικής και ρεφορμιστικής πολιτικής στην πολιτική γραμμή της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Αυτή η πολιτική γραμμή αποτελεί τη βάση και το κριτήριο για να συγκροτηθεί, για να πάρει σάρκα και οστά το ΑΕΜ, από τώρα, στις σημερινές δύσκολες συνθήκες για τη συγκέντρωση της «κρίσιμης μάζας» και στην προοπτική της διαρκούς ανάπτυξής του.
Το ΑΕΜ προωθείται από σήμερα, στο μέτρο των υπαρκτών δυνατοτήτων, σε δύο αλληλένδετα επίπεδα:
Το πρώτο και πιο κρίσιμο είναι το «πολιτικό πεδίο». Είναι η προγραμματική, πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση και ανάπτυξη των διαφορετικών υπαρκτών τάσεων και ρευμάτων της αντικαπιταλιστικής πάλης, ιδιαίτερα των ανεξάρτητων αγωνιστών, με στόχο μια ανώτερη στρατηγική συγκρότησή τους σε έναν πόλο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής, αντιιμπεριαλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς. Η πολιτική ενοποίηση είναι μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία πρέπει να αναπτύσσεται συγκεκριμένα και καθορίζεται από την παρέμβαση των δυνάμεων της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Ειδικά σε αυτό το επίπεδο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση και δυνατότητα, ώστε μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να πραγματοποιηθεί ένα σοβαρό βήμα πολιτικής συσπείρωσης και συμπαράταξης ανατρεπτικών αριστερών δυνάμεων στη γενικότερη προοπτική του αντικαπιταλιστικού πόλου.
Το δεύτερο, το πιο βασικό επίπεδο προώθησης του ΑΕΜ είναι το κοινωνικό πεδίο. Είναι η αυτοτελής παρέμβασή του για την κοινωνικοπολιτική αγωνιστική ταξική ενότητα δράσης, με τις δυνάμεις εργατικής, αγωνιστικής αναφοράς στη βάση των πιο επιτακτικών κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων της ταξικής πάλης και με στόχο την ανάπτυξη του συνολικού πολιτικού αγώνα. Σε αυτό το επίπεδο πραγματοποιείται η κύρια λειτουργία του ΑΕΜ: Ο ενωτικός, πολιτικός μετασχηματισμός των εργατικών αγώνων, του μαζικού κινήματος και των πρωτοπόρων εργαζόμενων στο πλαίσιο της πάλης για την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Αυτή η διαδικασία απαιτεί την πλήρη, πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια των επαναστατικών δυνάμεων. Πρέπει να επιλέγει στόχους και μορφές που ευνοούν την αγωνιστική ενοποίηση με αντικαπιταλιστική δυναμική και τη νικηφόρα έκβαση των κινητοποιήσεων. Προϋποθέτει την πλήρη ανεξαρτησία των μαζικών οργανώσεων και των μορφών συσπείρωσης από το κράτος, το κεφάλαιο, τους υπερεθνικούς, ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τα εξαρτήματά τους.
Το Μέτωπο αποτελεί το πεδίο μετασχηματισμού του αυθόρμητου σε συνειδητό, του διεκδικητισμού σε πολιτική και στρατηγική, του γενικού κινήματος σε οργανωμένο επαναστατικό ρεύμα ανατροπής, με τους δικούς του θεσμούς, τα δικά του όργανα, τις δικές του εμβρυακές μορφές της αυριανής Εργατικής Δημοκρατίας. Εν τέλει, είναι το καθοριστικό πεδίο όπου η εργατική τάξη μετατρέπεται από «τάξη καθεαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της», μέχρι την κατάργηση όλων των τάξεων και της πολιτικής στον κομμουνισμό. Είναι το βασικό πεδίο όπου εκφράζεται ο τελικά καθοριστικός ρόλος της εργατικής τάξης και του διαλεκτικά αναπτυσσόμενου κινήματός της.
Τόσο για τον πόλο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, όσο και γενικότερα για το ΑΕΜ, είναι αποφασιστικός ο αυτοτελής ρόλος της κομμουνιστικής οργάνωσης και του «κόμματος». Η ανάγκη αυτή συνδυάζεται με την ιδιαίτερη προσπάθεια ενότητας και συσπείρωσης των ευρύτερων δυνάμεων που προβληματίζονται γύρω από την κομμουνιστική απελευθέρωση στην εποχή μας. Πρόκειται για τη συσπείρωση των δυνάμεων μιας πιο συνειδητής και πρωτοποριακής κομμουνιστικής παρέμβασης και αναζήτησης. Αυτή η προσπάθεια έχει σχεδόν εγκληματικά υποτιμηθεί, με καθοριστικές συνέπειες πέραν των άλλων και στη προώθηση τόσο του ΑΕΜ, όσο και ενός νέου, ταξικά ανασυγκροτημένου εργατικού κινήματος.
Η οικοδόμηση της επαναστατικής οργάνωσης και του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης έχει πάντα ποιοτική προτεραιότητα. Αποτελεί το υποκειμενικά πρωταρχικό για την οικοδόμηση του υποκειμένου. Αυτό δεν σημαίνει μόνο την αναγκαία πολιτική και οργανωτική πρωτοβουλία για την οικοδόμηση του υποκειμένου, αλλά εκπροσωπεί και το στρατηγικό στοιχείο του υποκειμένου, που είναι το στοιχείο της συνειδητής επαναστατικής δυνατότητας του ίδιου του εργατικού κινήματος. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες των καθολικά αρνητικών πολιτικών συσχετισμών, της εμβρυακής – υπαρξιακής κατάστασης του ιστορικού υποκειμένου, της κρίσης και της γενικευμένης, σαρωτικής επίθεσης, το ζήτημα του κόμματος αποκτά κρίσιμη, στρατηγικής σημασίας προτεραιότητα, σε τέτοιο βαθμό που καθορίζει την ανάπτυξη και του αντικαπιταλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης και του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου.
Πόλος της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς
Στο επίπεδο του πόλου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, φιλοδοξία μας δεν είναι η απλή συνάθροιση των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ή ο χαλαρός συντονισμός κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων των επιμέρους μαζικών χώρων, ούτε μια «μεγάλη συνάντηση» χωρίς συνεκτικό πρόγραμμα. Φιλοδοξούμε, αντίθετα, να επηρεάσουμε και τελικά να συσπειρώσουμε σημαντικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια πρωτοποριακής κομμουνιστικής αναφοράς και αναζήτησης, που βρίσκονται ακόμη εγκλωβισμένες στην επίσημη Αριστερά ή κινούνται στο χώρο των ανένταχτων αριστερών, όπως επίσης και αυθόρμητες, μισοσυνειδητές ή αποσπασματικές τάσεις αντικαπιταλιστικής κριτικής, πάνω σε ένα πρόγραμμα ανατροπής της επίθεσης με επαναστατική προοπτική. Εντέλει, σκοπός μας δεν είναι ένας «τρίτος πόλος της Αριστεράς» σαν αντιγραφή των ανάλογων επίσημων εγχειρημάτων –κάτι σαν επιτροπή κοινής σωτηρίας της «υπαρκτής ανατρεπτικής Αριστεράς»– αλλά η συμβολή μας στην κάλυψη του πραγματικού ιστορικού κενού: Ενός ταξικού – αριστερού, εργατικού, αντικαπιταλιστικού και επαναστατικού πόλου με κομμουνιστική προοπτική και με μαζικό αντίκρισμα στην ελληνική κοινωνία και στο εργατικό κίνημα.
Πρέπει να βλέπουμε το ΑΕΜ ως πεδίο μετατροπής του αυθόρμητου, αποσπασματικού κοινωνικού αγώνα και του χειραγωγήσιμου πολιτικού αγώνα, σε συνειδητό, πανεθνικό, πολιτικό αντικαπιταλιστικό – επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Είναι ένα πεδίο όπου συγκροτείται η πολιτική επαναστατική πρωτοπορία, το υποκείμενο της επαναστατικής τακτικής που επιδιώκει την πραγματοποίηση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, το υποκείμενο που εκπροσωπεί στο σήμερα το μέλλον του κινήματος: Την εργατική εξουσία και δημοκρατία και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Γι’ αυτό, από τώρα και μέσα στο ΑΕΜ, ο ιδιαίτερος αυτοτελής ρόλος των δυνάμεων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης αποτελεί τον βασικό κρίκο σύνδεσης του ΑΕΜ με τον μετασχηματισμό του και τη στρατηγική του προοπτική.
Η υποτίμηση της ανώτερης κομμουνιστικής αναγκαιότητας και δυνατότητας της εποχής μας και της κομμουνιστικής στρατηγικής, συνδυάζεται με την υποτίμηση της κομμουνιστικής οργάνωσης, με την καθήλωση του πόλου και ιδιαίτερα του ΑΕΜ. Επίσης, αυτή η υποτίμηση ανοίγει το δρόμο για την αναβίωση ή και την ενίσχυση της υπεροχής και της ηγεμονίας του κοινοβουλευτικού σοσιαλισμού και του κομμουνιστικού ρεφορμισμού και της αντικειμενικής επιρροής τους μέσα στο ριζοσπαστικό κίνημα. Ανοίγει το δρόμο στην ηγεμονία των αντιλήψεων που προωθούν ακόμα πιο πεισματικά τη διαστρέβλωση του αυτοτελούς, ενωτικού και ιστορικά καινοτόμου ρόλου του Κόμματος και της κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Έτσι ενισχύονται λογικές που επιμένουν να αντιλαμβάνονται το πρωτοπόρο κόμμα ως διαχειριστή, εργολάβο, ιδιοκτήτη και εξουσιαστή της κυβέρνησης ή της επανάστασης και τελικά της ίδιας της εργατικής τάξης.
Η σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα
Ο οικονομικός αγώνας της εργατικής τάξης για τις άμεσες, ζωτικές διεκδικήσεις της, παραμένει το πρωταρχικό επίπεδο συσπείρωσης και πολιτικής της «εκπαίδευσης». Ακριβώς ο οικονομικός αγώνας, που αναπαράγεται διαρκώς από τις πραγματικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και είναι απολύτως απαραίτητος για την επιβίωση της εργατικής τάξης σε συνθήκες οξύτατης κρίσης, είναι που αναγεννά διαρκώς, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες πολιτικής υποχώρησης της Αριστεράς, τις δυνατότητες για ανασύνταξη του ρεύματος της καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης. Όπως έλεγε ο Λένιν, κάθε απεργία, στο βαθμό που εξελίσσεται «μέχρι τα άκρα», προβάλλει ως «μικρογραφία της επανάστασης», καταλύοντας προσωρινά την αστική εξουσία, το διευθυντικό δικαίωμα, την ηγεμονία και την πολιτική οικονομία του κεφαλαίου στην κλίμακα του εργοστάσιου ή του βιομηχανικού κλάδου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της πανεθνικής, συντονισμένης, εργατικής πάλης, που εξελίσσεται σε μετωπική ρήξη με την αστική τάξη, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και το δικαστικό βραχίονα του κράτους, την ίδια την αστική νομιμότητα, δηλαδή σε πολιτική πάλη. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμη περισσότερο στη σημερινή περίοδο της κρίσης, όπου η αμυντική ακύρωση αντεργατικών μέτρων, πολύ δε περισσότερο, η επιθετική απόσπαση κατακτήσεων, είναι δυνατή μόνο με μορφές μαζικού πολιτικού εκβιασμού του κεφαλαίου από ένα ισχυρό, αποφασισμένο εργατικό κίνημα. Από όλα αυτά προκύπτει ότι οι δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, όχι μόνο δεν υποτιμούν τον αναντικατάστατο ρόλο των άμεσων εργατικών διεκδικήσεων, αλλά αντίθετα ενισχύουν μέσα στους αγώνες την ανάγκη να υπάρξουν συγκεκριμένες επιχειρησιακές και κλαδικές νίκες, ρωγμές στην ισοπεδωτική κυριαρχία της αστικής επίθεσης, προς όφελος των συμφερόντων, του ηθικού, της ενότητας και της πρωτοβάθμιας πολιτικής «εκπαίδευσης» του συνόλου των εργαζομένων. Αρνούμαστε την ηττοπαθή λογική της καθήλωσης της εργατικής πάλης στα όρια μιας άσφαιρης, συμβολικής διαμαρτυρίας, άμεσα εξαργυρώσιμης σε ψήφους του κόμματος ή σε κινηματικά χάπενινγκ εκτόνωσης ή στον περιορισμό του οικονομικού αγώνα αποκλειστικά σε αμυντικούς στόχους, στην απόκρουση αντιλαϊκών μέτρων του αντιπάλου, στο όνομα του ότι, δήθεν, δεν είναι δυνατή στις σημερινές συνθήκες η απόσπαση ουσιαστικών παραχωρήσεων, η σχετική πάντα επιβολή αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων. Και τα τρία αυτά ρεύματα, στην πράξη υποτάσσονται στην επίθεση και αρνούνται τη «διαπαιδαγώγηση» της εργατικής τάξης, ώστε να κατανοεί με τη δική της πείρα την ανάγκη βαθύτερων πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών, μέχρι την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής δημοκρατίας.
Η διαλεκτική μεταξύ του οικονομικού αγώνα των εργαζομένων ενός χώρου ή ενός κλάδου και του αντικαπιταλιστικού πολιτικού αγώνα του συνόλου της τάξης για την ουσιαστική, υλική βελτίωση των όρων ζωής και πάλης της με κατεύθυνση την καθολική, κομμουνιστική χειραφέτηση, υπερβαίνει ενωτικά τις τεχνητές, απόλυτες διαχωριστικές γραμμές του παραδοσιακού ρεφορμισμού, αλλά και του ταξικά εκφυλισμένου κομμουνιστικού κινήματος. Τη λογική, δηλαδή, που θέλει τους εργάτες να παλεύουν για τα άμεσα, οικονομικά συμφέροντά τους και το κόμμα να έχει την αποκλειστικότητα στην πολιτική. Φυσικά αυτή η υπέρβαση δεν σημαίνει ταύτιση του οικονομικού με τον πολιτικό αγώνα, αλλά επεξεργασία συγκεκριμένης πολιτικής τακτικής σε περιεχόμενο και μορφή για το πέρασμα από τον μισοαυθόρμητο, αποσπασματικό, οικονομικό αγώνα στον συνειδητό, γενικευμένο, πολιτικό αγώνα, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες της εποχής. Στο πεδίο του ταξικού οικονομικού αγώνα και της διαδικασίας της πολιτικοποίησής του ως το επίπεδο του πολιτικού αντικαπιταλιστικού αγώνα, «από όλους τους εργάτες για όλους τους εργάτες», για τα κοινωνικά δικαιώματά τους ενάντια στο συλλογικό καπιταλιστή και το κράτος του, υλοποιείται, γενικότερα, η λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου του Λένιν, του αγώνα «τάξης απέναντι σε τάξη». Ιδιαίτερη σημασία σήμερα έχει η οικοδόμηση σχέσεων κοινής δράσης με τον αγωνιστικό ρεφορμισμό στο επίπεδο του οικονομικού – διεκδικητικού αγώνα, όπου τα περιθώρια είναι πολύ ευρύτερα από ό,τι στο επίπεδο του συνολικού πολιτικού αγώνα.