Κυβερνητική επιθετικότητα.
του Παναγιώτη Μαυροειδή
Tι αποκρυσταλλώνεται στην πολιτική αντιπαράθεση το τελευταίο διάστημα; Για τη ΝΔ, αποκαλύπτεται η σκοτεινή διασύνδεση του ΣΥΡΙΖΑ με πρακτικές βίας, αλλά και τρομοκρατικών ενεργειών. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για αστόχαστη εκτροπή της ΝΔ από τους κανόνες μιας έντιμης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, διολισθαίνοντας σε πρακτικές συκοφάντησης και προβοκάτσιας σε βάρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΚΚΕ καταγγέλλει μια «στημένη» αντιπαράθεση, στο πλαίσιο ενός νέου δικομματικού παιγνίου. Το βασικό στοιχείο των εξελίξεων, κατά τη γνώμη μας, βρίσκεται στην αυξημένη κρατική και παρακρατική επιθετικότητα, που είναι σε πλήρη εξέλιξη και με σαφές σχέδιο.
Στην αφετηρία της περιέχει, ως ειδική πλευρά, τη διαμάχη για την κυβερνητική διαχείριση. Δεσπόζει η ανάπτυξη της πολιτικής στρατηγικής της ΝΔ να εκθέσει τον ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια και τη σκέψη της περιβόητης «μεσαίας τάξης». Ο παροξυσμός, το καθεστώς πανικού συχνά που χαρακτηρίζει τη δράση αυτοπροστασίας του άθλιου πολιτικού συστήματος, υπερβαίνει το φόβο της ΝΔ και των άλλων συστημικών κομμάτων να χάσουν την κουτάλα της εξουσίας. Συμπυκνώνει τη βαθύτερη ανησυχία απέναντι σε ρωγμές που έχουν εμφανιστεί στο σύστημα κυριαρχίας.
Δεν πρόκειται για μια επικοινωνιακή τακτική και μόνο. Αντίθετα, προσδιορίζεται από ορατούς πολιτικούς στόχους. Ο πρώτος σχετίζεται με την επιβολή ενός αντιδραστικού μετασχηματισμού των πολιτικών σχέσεων, ώστε να κατοχυρώνεται το αποφασιστικό τσάκισμα μορφών έκφρασης της λαϊκής αντίστασης και πολύ περισσότερο της εν δυνάμει ανατρεπτικής πολιτικής δράσης. Μην ξεχνάμε ότι έχουν καταργηθεί οι συμβάσεις, άρα και η βάση για τα συνδικάτα και την απεργία. Έχει αλλάξει όλο το εργατικό δίκαιο, παραδίνοντας την ατομική και συλλογική αντίσταση των εργατών στις ορέξεις των εργοδοτών. Πάμε προοδευτικά, αλλά με ταχύτητα, στο να καταστεί παράνομη η απεργία, η κατάληψη, η διαδήλωση. Το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα βγάζει εκτός νόμου κάθε αμφισβήτησή του. Η Αθήνα και άλλες μεγάλες πόλεις, με τους εποχούμενους ή πεζούς αστυνομικούς των ποικίλων σωμάτων καταστολής, συχνά με προτεταμένα τα αυτόματά τους, παραπέμπουν σε Ισραηλινές πόλεις. Αριστεροί, κομμουνιστές και άλλοι ταξικοί συνδικαλιστές, τίθενται προοδευτικά σε καθεστώς ομηρίας μιας Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, με τη δυνατότητα απόλυσης που δίνει το τελευταίο Μνημόνιο. Όποιος λοιπόν θέλει να βαδίσει το δρόμο της αντίστασης στην άγρια λιτότητα, θα πρέπει να σταθμίσει ότι δεν έχει απλά να αναμετρηθεί με ένα σκληρό αντίπαλο ή να γκρινιάξει με την πραγματικότητα των λιπόψυχων συνδικάτων και ηγεσιών της Αριστεράς. Θα έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με μία ακόμη δόση χημικών ή ένα καρούμπαλο, αλλά και με την απόλυση και την απειλή φυλάκισης. Πρόκειται για την απαίτηση της απόλυτης συναίνεσης πάνω σε αυτό που είπε πρόσφατα ο ακροδεξιός σύμβουλος του Σαμαρά, Φαήλος Κρανιδιώτης: «Σε μια δημοκρατική κοινωνία η μόνη αποδεκτή βία είναι αυτή που υποχρεώνεται να ασκήσει το κράτος διά των άμεσων οργάνων της εξουσίας εφαρμόζοντας τους νόμους και το Σύνταγμα». Να θυμηθούμε βέβαια ότι τα μνημόνια, τα χαράτσια, η περικοπή συντάξεων, η αύξηση τιμής του πετρελαίου, τα ξεπουλήματα δημόσιων επιχειρήσεων, είναι πλέον νόμοι…
Αλλά στόχος δεν είναι μόνο μια κοινωνική και πολιτική πρωτοπορία. Είναι και η ευρύτατη κοινωνική πλειονότητα που μπορεί να μη δρα συλλογικά όπως θέλει η ανατρεπτική Αριστερά, αλλά έχει αποστοιχηθεί από τα αστικά κόμματα, δεν πείθεται από τη μνημονιακή πολιτική που επιβάλλουν το κεφάλαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το να πειστούν τα εκατομμύρια πλέον ανέργων, φτωχών, κακοπληρωμένων, απολυμένων, χρεωκοπημένων, ότι τα διαδοχικά μνημόνια θα λύσουν τα προβλήματα, είναι μάλλον αδύνατο. Το μόνο εφικτό για τις καθεστωτικές δυνάμεις, είναι να καθοριστεί η συμπεριφορά τους από τον «τρόμο του χειρότερου». Αυτός υποτίθεται ότι παραμονεύει σε οποιαδήποτε πορεία εκτός αυτού που θεωρείται κακό και άδικο, αλλά γνωστό και κανονικό. Έξω από τη Μέρκελ που όλοι βρίζουν, αλλά μπορούν και να συναντούν, τους κρατικοδίαιτους, αλλά γνωστούς, καπιταλιστές της φοροκλοπής και των σκανδάλων, των αντιπαθέστατων, αλλά τακτικών στο ραντεβού των 8 ανθρωποειδών του Μέγκα, των καταγέλαστων, αλλά με ονοματεπώνυμο, πολιτικών υπηρετών της τρόικας που παρελαύνουν στη Βουλή τσιρίζοντας, ποιες βόμβες και ποια τέρατα άραγε μας περιμένουν;
Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας, επιδιώκει –και θα κλιμακώσει την προσπάθειά του σε αυτήν την κατεύθυνση– να λύσει με ριζικό και εξωκοινοβουλευτικό τρόπο, το ερώτημα της κυβερνητικής διαχείρισης, πολύ πριν από το στήσιμο της οποιαδήποτε κάλπης. Και εδώ είναι που του έχει δυστυχώς εκχωρηθεί πεδίο δράσης και πρωτοβουλίας κινήσεων από την Αριστερά και στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο.
Βρίσκει και τα κάνει η ΝΔ και γενικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την κατάχτηση της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις 17 Ιουνίου, διάβασε ανάποδα το πολιτικό μήνυμα: Αντί για την ενθάρρυνση και μαζική λαϊκή νομιμοποίηση προς μια κατεύθυνση ανάταξης του λαϊκού κινήματος και της δράσης της Αριστεράς, με στόχο την ανατροπή της αντεργατικής πολιτικής και της αδύναμης τρικομματικής κυβέρνησης, διάβασε σε αυτό μια εντολή για «λούφα και παραλλαγή». Διαμόρφωσε, με δική του πρωτοβουλία, σε συνθήκες πολιτικής και ψυχολογικής υπεροχής του και όχι πίεσης, μια πολιτική στρατηγική που την συμπύκνωσε ο Δημήτρης Παπαδημούλης στην επανάληψη της γνωστής ΕΔΑΐτικης ρήσης «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα»… Οι υπολογισμοί έλεγαν ότι η κυβέρνηση θα πέσει σαν «ώριμο φρούτο» με την αποτυχία του Μνημονίου. Το μόνο που έπρεπε να κάνει (χοντρικά) ο κόσμος ήταν δημοκρατική επαγρύπνηση, απόκρουση πιθανών προβοκατσιών έντασης, οργάνωση αλληλεγγύης (σε σχετική αντιπαράθεση με τη διεκδίκηση) και φυσικά, αναμονή των εκλογών, όπου θα προέκυπτε μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ και άγνωστη λοιπή σύνθεση.
Η πρώτη συνέπεια εκχώρησης κοινωνικού και πολιτικού πεδίου και της σχετικής υποχώρησης του εργατικού κινήματος και της ευρύτερης λαϊκής κινητοποίησης, ήταν η εξωκοινοβουλευτική απογείωση της δράσης της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Έπαιξαν το ρόλο του προπομπού, για να ακολουθήσει η επιδρομή των ταγμάτων του Δένδια, αλλά και γενικότερα η υπεραντιδραστική στροφή της κυβέρνησης, τόσο στην πολιτική πρακτική, όσο και το δημόσιο λόγο της. Μαζί φυσικά και με τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ…
Η πολιτική αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ποια ήταν; Το πρώτο επίπεδο κινήσεων ήταν αυτό που ήθελε να δώσει την εικόνα της μετριοπαθούς δύναμης που γίνεται αποδεκτή από τους πάτρωνες του καπιταλιστικού κόσμου στο εξωτερικό. «Είμαστε εταίροι», είπε στον Σόιμπλε ο Τσίπρας. «Δεν θα καταγγείλουμε τις δανειακές συνθήκες, θα παραμείνουμε στην ευρωζώνη», δεσμεύτηκε και στις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, αρκείται σε μια αγχωτική και ανιστόρητη καταδίκη «κάθε μορφής βίας», ενώ ο πρόεδρός του δήλωσε σε μια απόλυτη ένδειξη αποδοχής της ατζέντας της ΝΔ: «Απευθυνόμαστε και ασχολούμαστε κυρίως με τα προβλήματα της μεσαίας τάξης» (Συνέντευξη σε Νίκο Χατζηνικολάου).
Η ΝΔ δεν διάλεξε τυχαία το πεδίο πάνω στο οποίο εκδηλώνει την επίθεση. Δεν ξεκίνησε από τη σύλληψη απεργών σε ένα κατειλημμένο εργοστάσιο ενάντια στις περικοπές μισθών, ούτε σε ένα υπουργείο ενάντια στις απολύσεις, ούτε σε μια ΔΟΥ ενάντια στη φορομπηξία. Την βόλεψε απίστευτα η σχετική ανυπαρξία αυτών των δράσεων. Ξεκίνησε από τις καταλήψεις σπιτιών και θα έχουμε συνέχεια φυσικά. Από την άλλη, η πολιτική στρατηγική «ώριμου φρούτου» του ΣΥΡΙΖΑ, της έδωσε πολιτικό χρόνο και ελευθερία κινήσεων. Η μαύρη αλήθεια είναι πως αυτή η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε πως η ΝΔ είναι σε καλό δρόμο, δηλαδή ότι έχει μια πολιτική στρατηγική που φέρνει αποτελέσματα θετικά γι’ αυτήν.
Δεν μπορεί να είναι κανείς αδιάφορος απέναντι σε αυτή την εξέλιξη, που μπορεί να οδηγήσει σε ταπεινωτική ήττα για το λαϊκό κίνημα. Το ζητούμενο είναι ο λαϊκός παράγοντας να βγει ξανά στο προσκήνιο, αναλαμβάνοντας την επιθετική πρωτοβουλία των κινήσεων, με αποφασιστικό και μαχητικό τρόπο. Στο φως της μέρας και εκεί που έχει απόλυτο πλεονέκτημα, δηλαδή στη σύγκρουση για τον κουτσουρεμένο μισθό, την τρομοκρατία των απολύσεων, τα χαράτσια, το «χρυσό» πλέον πετρέλαιο θέρμανσης, το δολοφονικό φορολογικό νομοσχέδιο, την απαίτηση για ελευθερία για όλους.
Τα περί «αποφυγής της παγίδας της έντασης» είναι επικίνδυνες αφέλειες και αποπροσανατολισμός από την πραγματικότητα μιας σύγκρουσης που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Σε αυτό το πεδίο, η Αριστερά όχι μόνο δεν χρειάζεται να απολογηθεί ότι «δεν στηρίζει ακραίες ενέργειες», αλλά αντίθετα οφείλει να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να συμβάλει στην άνοδο της οργάνωσης και της μαχητικής αντι-βίας του κόσμου που λιμοκτονεί και κρυώνει. Και το πρώτο ζητούμενο εδώ είναι το εργατικό κίνημα, που δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Αλλά δεν έχει κάνει και τα απαραίτητα βήματα χειραφέτησης από το νυσταλέο κρατικό συνδικαλισμό. Αυτόν που ετοιμάζει δεκαήμερη εκδρομή στην Αλεξανδρούπολη, «κολλώντας» δύο τριήμερα, βαφτίζοντάς την Συνέδριο της ΓΣΕΕ…