Συνέντευξη στη Νατάσα Κεφαλληνού, (φ.962, 20/12/2009)
Το τρένο σταματά. Σταθμός Πετράλωνα. Σε λίγο θα συναντήσω την Κωνσταντίνα. Λίγες μέρες πριν βγήκε από το νοσοκομείο και βρίσκεται πλέον σπίτι. Ένας ολόκληρος χρόνος στον Ευαγγελισμό: μάχη για να κρατηθεί ζωντανή, δεκάδες εγχειρήσεις, αγώνας για να αντέξει τον πόνο. Η πόρτα ανοίγει. Πόσο φτωχές είναι οι λέξεις για να περιγράψουν αυτό που έκαναν στην Κωνσταντίνα… Κι όμως εκείνη νίκησε. Ζει – ενώ την ήθελαν νεκρή. Συνεχίζει να καταγγείλει, παρόλο που μιλά με κόπο – ενώ επιδίωκαν να σωπάσει. Όσο η ώρα περνά και η συζήτηση κυλά καταλαβαίνω πως δεν της πρέπει τίποτα λιγότερο παρά να την κοιτώ στα μάτια.
Η Κωνσταντίνα έφυγε από τη Βουλγαρία το 2001. Στα 38 της χρόνια επέλεξε να έρθει στην Ελλάδα, για να έχει το παιδί της την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Αν και είχε πτυχίο εθνογραφίας, η πρώτη της δουλειά ήταν σε σούπερ μάρκετ. Ο πρώτος χρόνος ήταν δύσκολος και η άγνοια της γλώσσας μεγάλο εμπόδιο. «Ελληνικά μάθαινα κάθε φορά που προσπαθούσα να φτιάξω τα χαρτιά μου» μου λέει. Οχτώ χρόνια μετά χειρίζεται εξαιρετικά την ελληνική γλώσσα, και επιπλέον φοιτά στη Φιλοσοφική Αθηνών. Απ΄ τις πρώτες λέξεις που έμαθε ήταν: συνδικάτο και σωματείο. «Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στο σούπερ μάρκετ, έψαξα να βρω σε ποιο σωματείο ανήκα. Έμαθα στο λεξικό τη λέξη συνδικάτο και ρωτούσα τους έλληνες συναδέλφους, που θα το βρω. Εκείνοι έλεγαν ότι δεν ήξεραν, πως δεν υπάρχουν σωματεία, ή ότι δεν ξέρουν που είναι. Και εγώ νόμιζα ότι δεν είχα βρει τη σωστή λέξη, ότι δεν με καταλάβαιναν. Τελικά απευθύνθηκα στο υπουργείο Εργασίας για να μάθω τι σωματείο με καλύπτει». Εκείνη την περίοδο ήρθε σε επαφή με την ΠΕΚΟΠ, που είχε συσταθεί λίγα χρόνια νωρίτερα το 1999.
Η Κωνσταντίνα απολύθηκε από το σούπερ μάρκετ, όπως και οι άλλοι συνάδελφοι της, όταν οι θέσεις εργασίας τους σταμάτησαν να επιδοτούνται. Η ανεργία και η επακόλουθη δυσκολία επιβίωσης έκαναν επιτακτική την ανάγκη να βρει νέα δουλειά. Σκέφτηκε να εργαστεί ως καθαρίστρια στον ΗΣΑΠ, όπου δούλευε και η μητέρα της, σε μια εταιρεία καθαρισμού. Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας σε αυτές τις εταιρείες της ήταν ήδη γνωστές. «Εκείνη την περίοδο, το 2003, μπήκε στον ΗΣΑΠ και η ΟΙΚΟΜΕΤ. Απευθύνθηκα σε αυτή την εταιρεία, αλλά τους επεσήμανα ότι αν ο μισθός ήταν τόσο μικρός όσο δίνουν οι άλλες εταιρείες, να μην με φωνάξουν». Τελικά έπιασε δουλειά, με πρώτο μισθό 700 ευρώ και ένσημα βαρέα / ανθυγιεινά.
Η κατάσταση όμως άρχιζε να αλλάζει από το 2005. Μια επόπτρια, βαλτή από την εταιρεία, παραπλανώντας τις εργαζόμενες, απέσπασε τις υπογραφές τους, σε έγγραφα που δεν γνώριζαν τι έγραφαν. «Από τότε ξεκίνησε η μείωση των μισθών μας. Αφού το ψάξαμε με την ΠΕΚΟΠ (σ.σ. η Κωνσταντίνα είχε ήδη εκλεγεί στη διοίκηση από το 2004) καταλήξαμε ότι τα χαρτιά που υπογράψαμε ήταν νέες συμβάσεις εργασίας, με χειρότερους όρους. Πράγματι αποδείχθηκε ότι στις συμβάσεις παρουσιαζόμασταν να δουλεύουμε λιγότερες ώρες, κάτι που δεν ίσχυε, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο μισθός μας και τα ένσημα από βαρέα να μετατραπούν σε απλά». Από τότε ξεκινά η δράση της Κωνσταντίνας στον εργασιακό της χώρο: εξηγεί στους συναδέλφους της τα δικαιώματα τους, αποκαλύπτει τις παράνομες μεθοδεύσεις της εταιρείας και τους καλεί να γραφτούν όλοι μαζί στο σωματείο (σ.σ. δεν έχει αποκαλύψει ακόμα ότι είναι στη διοίκηση της ΠΕΚΟΠ).
Παράλληλα ξεκινά και ο διωγμός της από την εργοδοσία. Πρώτη ενέργεια αντεκδίκησης: τη μεταθέτουν από το Φάληρο στο Μαρούσι. Όσο δεν κάμπτεται, τόσο η εργοδοσία συνεχίζει: της γνωστοποιούν ότι θα της αλλάξουν υπηρεσία και θα τη στείλουν από τον ΗΣΑΠ στον ΟΣΕ του Ρέντη. «Η νέα σύμβαση περιελάμβανε και αυτόν τον όρο, να σε μεταθέτει η εταιρεία όποτε ήθελε σε όποια υπηρεσία είχε ανάγκη» μου εξηγεί. Η Κωνσταντίνα αρνείται να αλλάξει υπηρεσία και ζητά να της δοθεί η σύμβαση για να απευθυνθεί σε δικηγόρο. Η εργοδοσία την προτρέπει να μην έρθει στη δουλειά για τρεις μέρες, «για να έχει το χρόνο να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες». Εκείνη υποπτεύεται ότι μεθοδεύουν την απόλυση της, παρουσιάζοντας την ως αδικαιολόγητα απούσα από τη δουλειά. «Ζήτησα να πάρω στα χέρια μου επίσημο πρόγραμμα, θεωρημένο όπως πρέπει από την επιθεώρηση εργασίας, στο οποίο να καταγράφεται ότι αυτές τις μέρες είχα νόμιμο ρεπό. Τα προγράμματα ήταν πάντα άτυπα – κάτι μπιλιέτα που έφταναν στα χέρια μας. Τους είπα ότι αν δεν πάρω επίσημο πρόγραμμα δεν πρόκειται να πάρω ρεπό». Την άλλη μέρα στο πόστο της είχε σταλεί αντικαταστάτρια, αλλά εκείνη πήγε κανονικά στη δουλειά. Όταν κατάλαβαν ότι δεν θα την ξεφορτωθούν έτσι εύκολα, παρουσιάστηκε ο υπεύθυνος έργου, απειλώντας ότι θα τη διώξει από την Ελλάδα. Τότε ζήτησε τη συνδρομή της ΠΕΚΟΠ, η οποία γνωστοποίησε στην εταιρεία ότι η Κωνσταντίνα είναι στη διοίκηση του σωματείου και απαίτησε να μην την πειράξουν.
Η προσπάθεια εκφοβισμού όμως δεν σταματά εδώ: καθημερινός πόλεμος και καψόνια, διαρκής παρακολούθηση στον εργασιακό χώρο από επόπτη. Από το 2006, μάλιστα αρχίζουν και τα ανώνυμα απειλητικά τηλεφωνήματα. Εκείνη όμως συνεχίζει να αντιπαρατίθεται. Με την ΠΕΚΟΠ ανοίγουν το ζήτημα των βαρέων και ανθυγιεινών ενσήμων, τα οποία τους έχει κόψει η ΟΙΚΟΜΕΤ, με το εξής τέχνασμα: ενώ οι καθαρίστριες δουλεύουν εξάωρο, η εταιρεία εμφανίζεται να τις απασχολεί λιγότερο. Σύμφωνα με το νόμο, που φυσικά ευνοεί τους εργοδότες, σε περίπτωση που η εταιρεία απασχολεί τους εργαζομένους κάτω από 30 ώρες μπορεί να τους κολλά απλά ένσημα και όχι βαρέα. «Ειδικά μετά την τριμερή συνάντηση στο υπουργείο Εργασίας στο 2008 (σ.σ. όπου καταγγέλθηκε η ΟΙΚΟΜΕΤ για το ζήτημα των ενσήμων) η πίεση μέσα στη δουλειά άρχισε να γίνεται αφόρητη. Σε όλη αυτή την κατάσταση η ΠΕΚΟΠ με στήριξε και με βοήθησε πάρα πολύ». Κι αν θεωρήσει κανείς ότι όλα αυτά είναι μεμονωμένα περιστατικά, ή ότι πρόκειται για «παρεκκλίσεις» της συγκεκριμένης εταιρείας, τα λεγόμενα της Κωνσταντίνας διαλύουν κάθε αυταπάτη: «Το 99% των επιχειρήσεων στον κλάδο καταστρατηγεί πλήρως τα εργασιακά δικαιώματα και τρομοκρατεί τους εργαζομένους για να μην αποκαλύψουν τίποτα» (γεγονός που επιβεβαιώνει και έρευνα του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ με στοιχεία της ΠΕΚΟΠ).
Τη ρωτώ για τη στάση του ΗΣΑΠ απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση, πόσο συνένοχος είναι ένας οργανισμός του Δημοσίου που νομιμοποιεί το δουλεμπόριο μισθώνοντας εταιρείες υπενοικίασης. «Το σωματείο μας είχε στείλει δεκάδες αναφορές στο υπουργείο Μεταφορών και τον ΗΣΑΠ. Ήξεραν τα πάντα. Ποτέ όμως δεν πήραμε καμία απάντηση. Κι όχι μόνο αυτό αλλά το Δημόσιο έχει δώσει σε κάθε τέτοια εταιρεία δέκα έργα, ενώ θα μπορούσε να προσλάβει απευθείας τους εργαζόμενους ως μόνιμους». Όσο για το νομοθετικό πλαίσιο που προώθησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, νομιμοποιώντας την ενοικίαση εργαζομένων, θεωρεί ότι με αυτό τον τρόπο επιδιώχθηκε να μπουν στον κλάδο ιδιώτες για να κερδίζουν και από εκεί. Εντάσσει δηλαδή την κίνηση τους στο ευρύτερο πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων που προωθούνται τα τελευταία χρόνια, ενώ σημειώνει ότι με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται συνολικά η χειροτέρευση των όρων εργασίας όλων των εργαζομένων.
Παρόλο που με τραγικό τρόπο ήρθε στο φως της δημοσιότητας η δικτατορία που κυριαρχεί στις εταιρείες υπενοικίασης, που δραστηριοποιούνται στην καθαριότητα, το εργασιακό απαρχάιντ δεν έχει σταματήσει। Το βιτριόλι που ρίχτηκε για ακόμη μια φορά, ευτυχώς αυτή τη φορά σε αυτοκίνητο συνδικαλίστριας καθαρίστριας στη Θεσσαλονίκη, οι τραμπουκισμοί σε καθαρίστριες που σήκωσαν το κεφάλι σε Βόλο και Γιάννενα είναι ξεκάθαρα μηνύματα των εργοδοτών, πως μπροστά στην απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους δεν έχουν κανένα φραγμό. Οι εργαζόμενοι για αυτούς έχουν την ίδια αξία με τα αναλώσιμα…
«Να σταματήσει η καθημερινή βία στους τόπους δουλειάς»Και τώρα στα δύσκολα. Τι ακριβώς έγινε τη νύχτα της 22ας Δεκέμβρη; «Γύριζα από τη δουλειά. Στο δρόμο για το σπίτι μου είδα κάποιον σκυμμένο. Τον πλησίασα γιατί νόμιζα ότι κάτι του είχε συμβεί. Μέσα σε δευτερόλεπτα μου είχε ρίξει ένα υγρό που βρίσκονταν σε βάζο. Του φώναζα ‘’γιατί μου το έκανες αυτό;’’, ‘’ποιος θα μεγαλώσει τώρα το παιδί μου;’’, προσπάθησα να τον κυνηγήσω αλλά δεν τα κατάφερα». Είναι η μόνη στιγμή που νιώθω ότι η Κωνσταντίνα δυσφορεί. «Τι νομίζεις ότι προκάλεσε αυτή την επίθεση;». «Η συνδικαλιστική μου δράση» απαντά ορθά κοφτά. Άλλωστε η αντιπαράθεση με την εργοδοσία είχε ενταθεί ξανά λίγες μέρες πριν, όταν η Κωνσταντίνα αρνήθηκε να δεχθεί περικοπή στο δώρο Χριστουγέννων. Η Κωνσταντίνα θεωρεί ότι αυτοί που σχεδίασαν τη δολοφονική απόπειρα το έκαναν από φόβο, κι όταν τη ρωτώ αν θέλει να τιμωρηθούν οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί απαντά: «Πρέπει να βρεθούν οι ένοχοι για να μην το ξανακάνουν. Για να μην ξαναζήσει κανείς αυτό που περνάω. Για να σταματήσει η αυτή η καθημερινή βία που ασκείται στους χώρους δουλειάς». Όσο για την ολιγωρία της αστυνομίας, που ένα χρόνο μετά δεν έχει κάνει τίποτα για την αποκάλυψη των ενόχων, λέει πως είναι αναρμόδια να απαντήσει, και εκφράζει το σκεπτικισμό της για την επικήρυξη των δραστών από το υπουργείο Προστασίας.
«Γνωρίζεις για το πολύμορφο κίνημα αλληλεγγύης που ξέσπασε μετά την επίθεση που δέχθηκες;». «Επειδή ήμουν στο νοσοκομείο δεν μπόρεσα να το δω όλο αυτό, όμως το ένιωθα από όσα μου έλεγαν». Το κίνημα αλληλεγγύης για την Κωνσταντίνα και για την κατάργηση του δουλεμπορίου ήταν απότοκο της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Πιθανόν αν δεν βρίσκονταν στους δρόμους οι εξεγερμένοι, η υπόθεση να είχε θαφτεί. Οι ενορχηστρωτές του χτυπήματος σε αυτό ακριβώς πόνταραν, ότι κανείς δεν θα ασχολούνταν με μια βουλγάρα καθαρίστρια. Όμως δεν τους βγήκε. «Ο Δεκέμβρης ξύπνησε τον κόσμο, τον έβγαλε από το λήθαργο. Οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, να συμμετάσχουν. Το κίνημα αλληλεγγύης ήταν ένα καλό παράδειγμα. Αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο, και όλοι μαζί να αντεπιτιθόμαστε εναντίον των εργοδοτών. Για να έχουμε αποτελέσματα σε αυτούς τους αγώνες πρέπει να συμμετάσχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν λίγοι στην ΠΕΚΟΠ η εξέλιξη ήταν αργή. Όταν όμως πάνε πολλοί να υποστηρίξουν λίγους το αποτέλεσμα είναι αμεσότερο».
Ποιες πιστεύει όμως ότι πρέπει να είναι οι αιχμές ενός κινήματος που θα αντιπαρατεθεί με το σύγχρονο εργασιακό μεσαίωνα; «Πρέπει να καταργηθούν οι εταιρείες υπενοικίασης. Δεν έχουμε ανάγκη από μεσάζοντες στη ζωή και τη δουλειά. Μηχανισμοί όπως το ΙΚΑ και η επιθεώρηση εργασίας πρέπει να συνδράμουν τους εργαζομένους και όχι τους εργοδότες. Και το σημαντικότερο να γραφτούν όλοι σε συνδικάτα, τα οποία με τη μαζικότητα τους θα επιβάλλουν τα δικαιώματα των εργαζομένων». Η Κωνσταντίνα επισημαίνει ότι η ΠΕΚΟΠ έκανε και κάνει μεγάλη προσπάθεια για να οργανωθούν οι εργαζόμενοι στα σωματεία: «το ότι δεν είναι συνδικαλισμένοι οι εργάτες βοηθά να γίνονται οι παρανομίες των εργοδοτών». Για τον αγώνα της ΠΕΚΟΠ λέει ότι ήταν πολύ δύσκολος, καθώς στον κλάδο δεν ήταν ρυθμισμένο τίποτα προς όφελος των εργαζομένων: «Σε μας έτυχε να κάνουμε τα πρώτα βήματα για να καλυτερέψουν οι συνθήκες εργασίας».
Όμως η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι υπάρχουν και πτυχές του συνδικαλισμού που δεν χαρακτηρίζονται από τόσο αγνές προθέσεις… «Στην ΟΙΚΟΜΕΤ έφτιαξαν εργοδοτικό σωματείο που στη διοίκηση ήταν διευθυντές της εταιρείας και υπεύθυνοι έργου. Στόχος τους ήταν να πολεμήσουν την ΠΕΚΟΠ. Για να φανταστείς όταν επιδιώξαμε να κάνουμε έλεγχο στην εταιρεία, με εξουσιοδότηση μάλιστα του ΕΚΑ, τον μπλόκαραν υποστηρίζοντας ότι ’’εδώ έχουμε άλλο σωματείο’’». Το μέγεθος δε του ξεπουλήματος του σωματείου αυτού, αποδείχθηκε περίτρανα όταν ο εργοδότης κάλεσε την Κωνσταντίνα να φύγει από την ΠΕΚΟΠ και να γραφτεί στο «σωματείο μας» ή όταν μέλη της διοίκησης του παρουσιάστηκαν στην επιθεώρηση εργασίας ως αντιπρόσωποι της εταιρείας!
Και για τον κυβερνητικό συνδικαλισμό τι έχει να πει; Της υπενθυμίζω ότι όταν έγινε η επίθεση σε εκείνη, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αρνήθηκαν να βάλουν έστω και μια στάση εργασίας, εμμένοντας σε ανθρωπιστικού τύπου ανακοινώνεις, αρνούμενες να θίξουν το ζήτημα του δουλεμπορίου. Ακόμη και αυτή τη στιγμή, ενώ σωματεία πραγματοποιούν απεργία για τον προϋπολογισμό λιτότητας, η Συνομοσπονδία κάνει συμπολίτευση μαζί με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αρνούμενη να προκηρύξει ακόμη και την ετήσια απεργία-τουφεκιά στο αέρα, επισημαίνω. «Πιστεύω ότι είναι λάθος να είναι ανακατεμένα τα κόμματα στο συνδικαλισμό. Όταν ο συνδικαλισμός ελέγχεται κομματικά, αλλάζει ο στόχος του και οδηγούμαστε να κάνουν τα συνδικάτα διάλογο με την κυβέρνηση. Για να αλλάξει η κατάσταση πρέπει να πάρουν οι εργαζόμενοι τα συνδικάτα στα χέρια τους».
Κλείνοντας, καθώς η Κωνσταντίνα είναι εμφανώς εξαντλημένη, ρωτάω αν θεωρεί ότι η επίθεση είχε ρατσιστικά χαρακτηριστικά. «Όχι. Απειλές και ανώνυμα τηλεφωνήματα δεχόντουσαν και άλλες, ελληνίδες συνδικαλίστριες της ΠΕΚΟΠ» αναφέρει. Κι όμως το βιτριόλι έπεσε στη βουλγάρα Κούνεβα, στον πιο αδύναμο κρίκο… Είναι τυχαίο;
Τα λόγια για την Κωνσταντίνα ίσως είναι περιττά। Σύγχρονο σύμβολο εργατικής ανυπακοής, αγώνα και αξιοπρέπειας। Στο πρόσωπο της θα καταγράφεται για πάντα ο πιο βάρβαρος και απάνθρωπος χαρακτήρας του συστήματος εκμετάλλευσης που ζούμε, και για αυτό είναι αναγκαιότητα να υπερβούμε। Για να μην τολμήσουν να αγγίξουν άλλες Κωνσταντίνες। Το ταξικό εργατικό κίνημα οφείλει να μην ξεχάσει, οφείλει να είναι ξανά στο δρόμο για την Κωνσταντίνα και κάθε Κωνσταντίνα, για να καταργηθεί εδώ και τώρα το δουλεμπόριο, να ανατραπεί ο καπιταλισμός.