Ανεδαφικές είναι οι στρατηγικές προτάσεις για κοινωνική ιδιοκτησία και εργατικό έλεγχο της παραγωγής αν απουσιάζει η προλεταριακή επανάσταση και εξουσία. Οι λεκτικές διατυπώσεις στο σχέδιο διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκούν για να ριζοσπαστικοποιηθεί η μεταρρυθμιστική φυσιογνωμία του.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Απαράλλακτος ο μεταρρυθμισμός
Αριστερόστροφο το αρχικό κείμενο
Το Σχέδιο Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιο αριστερόστροφο (στα λόγια όμως) των τελευταίων χρόνων. Στο κείμενο προσδιορίζεται η στρατηγική και η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός χαρακτήρας του. Το σχέδιο επιχειρεί να μπολιάσει μιαν ευρωκομμουνιστική θεώρηση στην τακτικίστικη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο συντάκτης του κειμένου επιχειρεί να σύρει με σαφήνεια τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, να ικανοποιήσει την αριστερή πτέρυγά του, να την αφοπλίσει ή και να την ενσωματώσει, αποβλέπει στην αποδυνάμωση της κριτικής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, με πάγιο στόχο τη σύμπηξη μιας μονολιθικής παναριστεράς υπό την ηγεμονία της δεξιάς ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ΣΥΡΙΖΑ σε δύο μορφές.
Στη μία προσαρτήθηκαν οι τροπολογίες του Αριστερού Ρεύματος. Ακόμη, δημοσιεύτηκε στην Αυγή (4/11) χωρίς τις τροποποιήσεις, χωρίς αυτές επίσης ταχυδρομήθηκε και μοιράστηκε το κείμενο στα μέλη και τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ. Η σαφώς μεροληπτική αντιμετώπιση του ρεύματος είναι αναμφισβήτητο δείγμα της προϊούσας γραφειοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία της καθεστωτικής μετάλλαξής του.
Το κείμενο έχει, όπως αναφέραμε, «αριστερόστροφο» χαρακτήρα. Κυριαρχεί η έννοια του σοσιαλισμού ως στρατηγικού στόχου, που είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τα τελευταία κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται μήπως για μιαν ευπρόσδεκτη αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ;
Ασφαλώς όχι.
Του λόγου το αληθές μαρτυρεί και το ίδιο το κείμενο, αν ανιχνευθεί το βάθος, κάτω από την επίφαση, αλλά κυρίως η λυδία λίθος της πολιτικής πρακτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απογαλακτίζεται από τη μεταρρυθμιστική «στρατηγική» ούτε από τον τακτικό στόχο της προσαρμογής στην ακολουθούμενη πολιτική (όχι ανατροπή αλλά σταθεροποίηση, μη επιδείνωση). Το κείμενο έρχεται να προσδιορίσει την ιδεολογική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ ως ελλείποντα κρίκου στο τρίπτυχο ιδεολογία – οικονομία – πολιτική ενόψει της οξυνόμενης διαμάχης με την αριστερή τάση της προβλεπόμενης μετακίνησης κεντρώων και συντηρητικών μαζών, της μεταλλαγής του σε ενιαίο κομματικό φορέα και της πραγματοποίησης ενός ιδρυτικού ουσιαστικά συνεδρίου.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, μπορεί να θεωρηθεί θετικό στοιχείο η ζύμωση μαζών μη αριστερών παρά την αριστερή στροφή τους με έννοιες και αξίες του σοσιαλισμού. Το δεσπόζον όμως στοιχείο είναι η ασυμβατότητα της ιδεολογικής αναφοράς με την επιλεγμένη από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ πολιτική της διαχείρισης του καπιταλισμού και της κρίσης του. Αλλά και η ταύτιση αυτού του «σοσιαλισμού» μ’ ένα σχηματισμό της κοινωνίας και ο εκφυλισμός του την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, όπως: «Ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», που το κείμενο τα ανάγει σε πεμπτουσία του σοσιαλισμού.
Αυτή η ταύτιση κυριαρχεί στο κεφάλαιο «Ο σοσιαλισμός ως στρατηγικός στόχος», στο οποίο ο σοσιαλισμός ορίζεται ως «μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική –όχι κρατική– ιδιοκτησία … ενώ απαιτεί δημοκρατία … προκειμένου οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να σχεδιάζουν, να διευθύνουν, να ελέγχουν την παραγωγή». Αυτές όμως οι θετικές διατυπώσεις είναι ανεδαφικές, χωρίς την προλεταριακή επανάσταση και εξουσία, που θα απαλλοτριώσει από την αστική τάξη τα μέσα παραγωγής και θα εξασφαλίσει στους εργάτες τη δυνατότητα να διευθύνουν και να ελέγχουν την κοινωνικοποιημένη παραγωγή. Είναι αφελής τουλάχιστον η αντίληψη ότι η κυρίαρχη τάξη θα παραδώσει στο προλεταριάτο τα μέσα παραγωγής απλώς σεβόμενη κάποιες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Ευσεβείς πόθοι λοιπόν. Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει ότι η μεταρρυθμιστική έξαρση σοσιαλδομοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων (ισχύει και για το ΠΑΣΟΚ των αρχών του ’80) για την κοινωνική ιδιοκτησία και διαχείριση ή την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, χωρίς επανάσταση και δικτατορία του προλεταριάτου (εξουσία εργατικής τάξης), καταλήγει στην καλύτερη περίπτωση σε όργανα γνωμοδότησης και τυπικού ελέγχου που στο ελάχιστο δεν αμφισβητούν το απόλυτο ιδιοκτησιακό και διευθυντικό δικαίωμα του καπιταλιστή.
Σύμφωνα με τον συντακτη του σχεδίου, «ο σοσιαλισμός δεν είναι για μας (για τον ΣΥΡΙΖΑ) αντιγραφή μοντέλων που επιδίωξαν να στηριχτούν σε τέτοιες ιδέες, αλλά τις παρερμήνευσαν, τις διαστρέβλωσαν και τελικά… αυτοκαταστράφηκαν». Δύο παρατηρήσεις: Πρώτο, ένα κακό μοντέλο σοσιαλιστικής εξουσίας και οικονομίας δεν αναιρεί αναγκαία τις ειδοποιούς αρχές και διαφορές του από τον καπιταλισμό. Δεύτερο, ο συντάκτης εμμένοντας στον μεταρρυθμισμό δεν φαίνεται να αντλεί διδάγματα και από το αποτυχημένο μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας, που υποβιβάστηκε σε συστημική δύναμη. Τρίτο, είναι ο απόλυτος ανορθολογισμός, η εμμονή σ’ έναν κοινοβουλευτικό μεταρρυθμισμό στο καθεστώς του νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που δεν ανέχεται στοιχειώδεις εργατικές κατακτήσεις από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και την κρατική ιδιοκτησία ούτε στα δημόσια αγαθά.
Βέβαια, στο κείμενο γίνεται μια προσπάθεια, συνήθης στον «αριστερό» ρεφορισμό, να διασταλεί η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για το σοσιαλισμό και προς τον μεταρρυθμισμό μιας εξελικτικής διαδικασίας σταδιακών αλλαγών και προς την εξ εφόδου κατάληψη της εξουσίας («καθεστώς που εγκαθιδρύεται μια κι έξω κάποια μοναδική στιγμή»).
Στην προσπάθεια λεκτικής ριζοσπαστικοποίησης του μεταρρυθμισμού χρησιμοποιούνται διατυπώσεις που επιχειρούν να τον διαφοροποιήσουν απ’ τον ήπιο, χωρίς συγκρούσεις μεταρρυθμισμό, που αποτελεί προϊόν ταξικής συνεργασίας: «Ο σοσιαλισμός είναι στόχος αλλά και δρόμος συνεχούς αγώνα, με περιόδους έντασης αλλά και περιόδους ύφεσης, με ρήξεις, άλματα και μεγάλες τομές». Και αυτή η διατύπωση περιορίζεται στα όρια του αρχετυπικού ορισμού του μεταρρυθμισμού, όπως τον διατύπωσε ο Μπερνστάιν: «Ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε, το κίνημα είναι το παν», θέση που ρητά απορρίπτει την αρχή της επανάστασης και απολυτοποιεί τη μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του συστήματος. Ο μεταρρυθμισμός, έστω κι αν έχει κάποιες συγκρουσιακές στιγμές με το σύστημα, εξ ορισμού δεν το υπερβαίνει, αφού απορρίπτει την επανάσταση.
Ότι όμως η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπερβαίνει το αρχέτυπο του Μπερνστάιν επιβεβαιώνεται κι απ’ το ίδιο το κείμενο, στο οποίο ο «δρόμος» (μεταρρύθμιση) ταυτίζεται ουσιαστικά με τον «στόχο» (σοσιαλισμό), η τακτική με τη στρατηγική. Συγκεκριμένα, ορίζει ορισμένους βασικούς αρμούς (συνδετικούς κρίκους) τον δρόμο προς το σοσιαλισμό, όπως, μεταξύ άλλων, την οικοδόμηση της κοινωνίας των αναγκών ενάντια στην οικονομία του κέρδους, της αλληλεγγύης ενάντια στις σχέσεις του ανταγωνισμού και της εκμετάλλεσης. Στο κεφάλαιο 3, όπως αναφέραμε, ταυτίζει τον κόσμο, όπου ο άνθρωπος και οι ανάγκες του είναι πάνω απ’ τα κέρδη με τον «κόσμο του σοσιαλισμού», στον οποίο το κέρδος έχει πάψει να αποτελεί κινητήρια δύναμη της κοινωνίας. Άρα, ταυτίζει το δρόμο (τη μεταρρύθμιση στον καπιταλισμό) με τον στόχο (σοσιαλισμό) και ακυρώνει βέβαια τον σοσιαλισμό, που δεν μπορεί ασφαλώς να ταυτιστεί με τη μεταρρύθμιση. Όμως η αποδοχή της μπερνσταϊνικής θέσης που απολυτοποιεί τη μεταρρύθμιση και ακυρώνει τον σοσιαλισμό δεν τεκμαίρεται (όπως παραπάνω) μόνον από τον λογικά εσφαλμένο ορισμό της διαφοράς τους, που είναι στην πραγματικότητα ορισμός της ταυτότητάς τους, αλλά διατυπώνεται και ρητά στο κείμενο με τη θέση της «διεύρυνσης και του μετασχηματισμού των θεσμών». Μ’ αυτή τη θέση επιδιώκεται να αποδοθεί στη μεταρρύθμιση θεσμών του καπιταλισμού και «στρατηγικός» χαρακτήρας, αφού με τη διεύρυνση και το μετασχηματισμό των θεσμών γίνεται σταδιακά υπέρβαση του συστήματος. Οι όποιες όμως λογικές επινοήσεις και μεταμφιέσεις του μεταρρυθμισμού δεν αλλάζουν την πραγματικότητα: Ο καπιταλισμός ως εκμεταλλευτικό σύστημα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μη εκμεταλλευτικό σύστημα (σοσιαλισμός) χωρίς επανάσταση. Στις στρατηγικές έννοιες του κειμένου περιλαμβάνεται και η αρχή των συμμαχιών. Σωστά επισημαίνεται στο κείμενο ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι κυρίως υπόθεση ενός πολιτικού φορέα, αλλά υπόθεση της κοινωνικής συμμαχίας της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Όμως, πρώτο, δεν γίνεται αναφορά στην ηγεμονία της εργατικής τάξης (εφόσον συνειδοποιήσει τη θέση και το ρόλο της) σε αυτή τη συμμαχία. Δεύτερο, καθορίζεται ο σοσιαλισμός ως κριτήριο των κοινωνικών συμμαχιών («σε ποιους απευθυνόμαστε»). Όμως, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαμορφώσει ήδη μιαν εργατο-λαϊκή βάση, δεν συγκροτεί μια συμμαχία αυτών των στρωμάτων κατά του συστήματος, αλλά διαμεσολαβεί με πιο ήπιους όρους την υποταγή τους στην αστική τάξη και τον ευρωενωσιακό ιμπεριαλισμό: Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται, εκτός των άλλων, κι απ’ το ίδιο το κείμενο, που υπερθεματίζει σε φιλοκαπιταλιστική λογική, διατρανώνοντας ότι «η δημιουργική επιχειρηματικότητα δεν θα πληγεί, αλλά θα βοηθηθεί»!
Στο τέλος του ενός κειμένου επισυνάπτονται και οι αστερίσκοι του Αριστερού Ρεύματος, που κινούνται στην πλειοψηφία τους σε αριστερή κατεύθυνση: Συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς, πρώτα από όλα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διαγραφή του χρέους ή του μεγαλύτερου μέρους του, αναδιανομή, αντιμνημονιακή πολιτική χωρίς αναδίπλωση σε περίπτωση άρνησης της ΕΕ, προσδιορισμός με ταξικό κριτήριο του χαρακτήρα της ΕΕ. Δεν λείπουν όμως και οι «σκουριές», αναπόφευκτες από τη συμβίωση με τη ρεμφορμιστική ηγεμονική τάση, όπως η αναφορά στη «δίκαιη δημοσιονομική εξισορρόπηση». Αυτά τα φαινόμενα και η προϊούσα ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του κυβερνητικού θώκου, καθιστούν προφανώς ουτοπική την προοδευτική αντιστροφή της πορείας του. Το Αριστερό Ρεύμα επωμίζεται την ιστορική ευθύνη της πολιτικής και οργανωτικής αυτονόμησής του από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να συμβάλει αποφασιστικά στην ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Hic Rhodus, hic saltus: Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα…