Του Αλέκου Αναγνωστάκη
Στη ζωή όχι μόνο δεν υπάρχει κενό, αλλά μια αέναη δυναμική, μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε αυτό που επικρατεί και σε αυτό που έρχεται να το αντικαταστήσει. Και σε αυτή την ιεραρχημένη σχέση αυτό που παίζει τον πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο είναι πάντα αυτό που έρχεται και όχι αυτό που φεύγει.
Πέντε χρόνια από την εκδήλωση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, της γενικευμένης – πλην Κίνας και Ινδίας – ύφεσης του 2009 και της σαθρής και αναιμικής οικονομικής ανάκαμψης που την ακολουθεί, το φως στο βάθος του υφεσιακού καπιταλιστικού τούνελ αποδεικνύεται κωλοφωτιά. Όλοι πλέον οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, προειδοποιούν πως οι όποιες τάσεις ανάκαμψης θα είναι “αργές και εύθραυστες” με ορατό τον κίνδυνο νέας κρίσης – την ενίσχυση της ήδη εκτιναγμένης ανεργίας και της φτώχειας συμπληρώνει η κοινωνική πραγματικότητα – σε εφιαλτικά επίπεδα
Μόνο στη Γερμανία, παρά τη διαφημιζόμενη μείωση, οι άνεργοι ανέρχονται στα 2,89 εκατομμύρια, 890.000 πάνω το 1935, το δεύτερο χρόνο διακυβέρνησης των ναζί ή δύο εκατομμύρια πάνω από τους ανέργους όλης της δυτικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1960.
Και παρά τις ανιστόρητες και μάταιες ελπίδες, φωτισμένων δήθεν αστών και δογματικών της ανανέωσης, ότι ο καπιταλισμός θα αναγκαστεί να ακολουθήσει τελικά μια πολιτική “δημιουργικής καταστροφής” για να ξαναβάλει μπρος τη γέρικη μηχανή, όλα τα σημάδια δείχνουν πως οι ηγεμονικές καπιταλιστικές δυνάμεις ακολουθούν όλο και περισσότερο μια “καταστροφική καταστροφή”για τις δυν΄΄αμεις της εργασίας, όπως εμπειρικά έστω, αποκαλύπτει στο Δόγμα του Σοκ η Ναόμι Κλάιν.
Η προωθούμενη καπιταλιστική στρατηγική με αφορμή την κρίση και τη διέξοδο απ΄ αυτήν, σε ένα περιβάλλον οξυνόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, έχει σταθερά στο κέντρο της τη βίαιη επιβολή μιας περιόδου απότομης και απόλυτης επιδείνωσης της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής θέσης των εργαζομένων. Συνιστά μια ποιοτική βαθμίδα στην κλιμάκωση της μέχρι τώρα εκμετάλλευσης, της συνολικής και μόνιμης αντεργατικής και τρομοκρατικής εκστρατείας του σύγχρονου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού που εγκαινιάσθηκε τη δεκαετία του 1990 για να λύσουν ακριβώς το πρόβλημα κερδοφορίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Το πρόβλημα της καθήλωσης, όχι του όγκου των κερδών, αλλά, του ποσοστού κέρδους, αυτής της αιώνιας κινητήριας δύναμής του. Πρόβλημα που παραμένει και εντείνεται αφού τα κεφάλαια που διακινούνται – πετούν – παραμένουν στο χώρο του υπερανεπτυγμένου χρηματοπιστωτικού τομέα, όχι μόνο δεν μειώνονται, όχι μόνο δεν επανεπενδύονται, αλλά αυξάνονται κατά 900 εκατομμύρια δολάρια το 2011, με αποτέλεσμα να ξεπεράσουν τα 670 τρισεκατομμύρια. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται σε κεφάλαια που επενδύονται για τιμαλφή, πολύτιμους λίθους και έργα τέχνης.
Η συνειδητή αυτή ποιοτική κλιμάκωση της στρατηγικής τους συνιστά μια τρομακτική απειλή για την ειρήνη, την επιβίωση, τις ελευθερίες, για όλα τα δικαιώματα των καταπιεζόμενων, τις κατακτήσεις του κοινωνικού πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Η όλη κατάσταση, ενόψει μάλιστα και της αναπόφευκτης επερχόμενης κοινωνικής σύγκρουσης, σπρώχνει την Αριστερά στην αναζήτηση και πραγματοποίηση ανάλογων τολμηρών συμπληρώσεων, αλλαγών και κυρίως τομών, που διαρκώς εξαγγέλλονται, δειλά εμφανίζονται και επί της ουσίας αναβάλλονται, στην πολιτική της. Ταυτόχρονα, η ίδια κατάσταση, εξαιρετικά δύσκολη, συνταρακτική και κρίσιμη, συμπιέζει την Αριστερά στην αδιέξοδη ακίνητη παραμονή στην προϋπάρχουσα ανεπαρκή πολιτική της.
Οι εργαζόμενοι και οι αριστεροί οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι αυτή η επίθεση δεν αντιμετωπίζεται με μια απλή συνέχεια της έως τώρα πορείας της Αριστεράς και του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Είναι επομένως αναγκαίο να ανατρέξουμε στην ιστορία της Αριστεράς και μάλιστα στις νικηφόρες αναμετρήσεις σε ανάλογες καμπές της ταξικής πάλης για να επιστρέψουμε στο σήμερα της εργατικής πολιτικής.
ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΣ
Στην Ελλάδα ειδικότερα το πολιτικό πρόβλημα επίλυσης της κρίσης αποκτά ιδιαίτερα πιεστικό και επείγοντα χαρακτήρα εξ αιτίας του υπαρκτού κινδύνου απότομης χρεωκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού, της παγκόσμιας υποβάθμισής του και της επίπτωσής της, των ιδιαίτερα οξυμένων κανιβαλικών μέτρων που προωθούνται, το ύψος και της έκτασης της ανεργίας και της φτώχειας που πλήττουν απότομα και βίαια την εργατική τάξη, τους νέους, μεσαία μισθωτά στρώματα και μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού.
Στο πλαίσιο αυτό επανέρχεται, ως άμεση ρεαλιστική και αναγκαία λύση, το πρόβλημα “Αριστερά και κυβέρνηση” ή το κυβερνητικό πρόβλημα της Αριστεράς σε διάφορες παραλλαγές.
Ήδη από τις 3 Σεπτέμβρη – και έκτοτε κατ΄ επανάληψη – ο Α. Τσίπρας από το βήμα της συνεδρίασης της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, καλεί σε “εκλογική συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων που απαιτούν εναλλακτικό δρόμο για τη χώρα για ένα νέο συνασπισμό εξουσίας”, που θα περιλαμβάνει ολόκληρη την Αριστερά, δυνάμεις από τον οικολογικό χώρο, δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ.
Ο συνασπισμός αυτός εξουσίας “θα δώσει ελπίδα στους αγώνες για τη μεγάλη ανατροπή, διεκδικώντας επιθετική αναδιαπραγμάτευση του χρέους, φορολόγηση του πλούτου και ριζική αναδιανομή του υπέρ των ασθενέστερων, την επαναθεμελίωση του κοινωνικού κράτους, τη δημοκρατική επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης”.
Στις 22 Δεκέμβρη ο Δρόμος της Αριστεράς φιλοξενεί άρθρο του Γιάννη Θεωνά, στέλεχος του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής, στο οποίο επισημαίνεται πως “όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι μια ριζοσπαστική Αριστερά συσπειρωμένη σε πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο, μπορεί να ανατρέψει το πολιτικό σκηνικό και να αναδειχτεί σε κυβερνητική εξουσία. Θα υποστηρίξουμε αυτή την προσπάθεια;” αναρωτιέται.
Στις 11 Οκτώβρη του 2011, 13 γνωστοί αγωνιστές της εθνικής αντίστασης από όλα τα ρεύματα της Αριστεράς, υπογράφουν έκκληση στην οποία καλούν “τους Έλληνες πατριώτες που συναισθάνονται την ευθύνη και την ανάγκη για κοινό αγώνα για τη σωτηρία της ελληνικής κοινωνίας από τη λαίλαπα της τρόικας και του Μνημονίου, σε αγωνιστική συνεργασία με άμεσο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του Μνημονίου και την αλλαγή των συσχετισμών και πολιτικών δυνάμεων, ώστε η λαϊκή πλειοψηφία να επιβάλει την αλλαγή της διακυβέρνησης και της πορείας της χώρας. Καλούμε σε αγώνα για μια κυβέρνηση σωτηρίας της πατρίδας. Για μια κυβέρνηση που θα φέρει το λαό στην εξουσία”.
Η Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη, από άλλη σκοπιά, θεωρεί πως επειδή “αντικειμενικά βρισκόμαστε σε επαναστατική κατάσταση… οι κομμουνιστές, σε διάσπαση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, πρέπει να προτάξουν, εδώ και τώρα, πρόταση διεξόδου απ΄ την παρούσα καπιταλιστική κρίση, πρόταση εξουσίας απ΄ τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή συμπυκνώνεται στο σύνθημα εργατική κυβέρνηση”.
Ο Ν. Γιαννόπουλος, ενόψει της πανελλαδικής σύσκεψης του Δικτύου (17-18 του περασμένου Δεκέμβρη) τοποθετείται θετικά στην αναγκαιότητα μιας αριστερής κυβέρνησης στην οποία “δεν θα συμμετέχουν αστικά κόμματα”, αλλά υπό όρους “αντιμνημονιακά τμήματα της κατακερματισμένης σοσιαλδημοκρατίας”.
Το ΚΚΕ τέλος κατακεραυνώνει οποιαδήποτε αριστερή κυβερνητική πρόταση. Φορτώνει τα πάντα στη λαϊκή εξουσία – λαϊκή οικονομία, δραπετεύοντας δι΄ αυτών των ασαφών εννοιών – ψευδοεννοιών λέει ο Ε. Μπιτσάκης – από το σκληρό παρόν. Αποσυνδέει έτσι πλήρως την τακτική από τη στρατηγική, με βάση τον άμεσο στόχο “να τσιμπήσουμε κάτι” και της ανάδελφης πολιτικής της στοίχισης όλων υπό τη σοφία του κόμματος.
Αυτές οι σχετικά διαφορετικές πολιτικές κυβερνητικές προτάσεις έχουν ως σκοπό την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων από την κανιβαλική πολιτική που προωθείται, τη νικηφόρα αναμέτρηση των δυνάμεων της εργασίας με τις καπιταλιστικές δυνάμεις της σύγχρονης βαρβαρότητας και παρακμής. Κύριο διακηρυγμένο στόχο έχουν την προοδευτική προοπτική και ορισμένοι ανομολόγητο στόχο τη σοσιαλιστική προοπτική. Εδράζονται στο γεγονός πως οι εργαζόμενοι και οι αριστεροί οδηγούνται από τις συνθήκες στο ότι αυτή η επίθεση δεν αντιμετωπίζεται με μια απλή συνέχεια της έως τώρα πορείας της Αριστεράς και του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Και καταθέτουν τις προτάσεις τους.
Είναι επομένως αναγκαίο να ανατρέξουμε στην ιστορία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και μάλιστα στις νικηφόρες αναμετρήσεις του σε ανάλογες καμπές της ταξικής πάλης για να επιστρέψουμε στο σήμερα της εργατικής πολιτικής.
Το εργατικό κίνημα και η Αριστερά αναμετρήθηκαν νικηφόρα με την αστική πολιτική δυο φορές στην ιστορία ανάλογων με τη σημερινή των κρίσεων.
Η πρώτη είναι στη διάρκεια της πρώτης μεγάλης ιστορικής σημασίας κρίση του 1873-1895. Στο τέλος της εικοσιπενταετούς σκληρής διαπάλης, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά βγαίνουν νικητές και στο ύψος του μισθού και στο χρόνο εργασίας. 25% – 36% αυξήσεις στους μισθούς σε Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, μείωση των ωρών εργασίας στις πιο πάνω χώρες και στις ΗΠΑ, ψήφιση σπουδαίων κοινωνικών νόμων που αφορούν τη διευκόλυνση του συνδικαλιστικού κινήματος, το χρόνο εργασίας, τη σύνταξη, την εβδομαδιαία αργία, την υγιεινή και ασφάλεια.
Στην εξέλιξη της κρίσης δημιουργούνται επαναστατικά σοσιαλδημοκρατικά – τότε – εργατικά κόμματα και παράλληλα συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεταιρισμοί, σωματεία αλληλεγγύης. Εκδηλώνονται ιστορικές διαδηλώσεις, αποφασιστικές απεργίες με θυσίες και αίμα. Στους κύκλους των πρωτοποριών επικρατεί η εκτίμηση και η πεποίθηση πως η επανάσταση είναι προ των πυλών.
Η Αριστερά, ενωμένη με το σκοπό της, την κομμουνιστική κοινωνία και την επανάσταση, εμπνέει και εμπνέεται από το εργατικό κίνημα, αλληλεπιδρά στην εσωτερική δυναμική του, αλλάζει τους συσχετισμούς δίχως να φτάνει την επανάσταση. Αυτή η εσωτερική δυναμική του κινήματος, ο καινούργιος συσχετισμός δυνάμεων, σε συνδυασμό με τις τολμηρές, καινοτόμες αλλαγές στην πολιτική και θεωρία της Αριστεράς, τους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, αυτές οι τρεις τάσεις στην αλληλοδιαπλοκή τους, οδηγούν την κούρσα των εξελίξεων στο εργατικό κίνημα. Αυτή η τριπλή δυναμική, με πρωτεύουσα την κομμουνιστική επαγγελία και Πράξη, είναι το υπουργείο των υπουργείων, ο εργατικός νομοθέτης που αναγκάζει στην αποτύπωση σε νόμους υπέρ των κολασμένων της γης.
Η δυναμική αυτή συνεχίζεται με καμπές συναντώντας το νέο αιώνα, τον 20ό.
Με την επαναστατική στρατηγική στο τιμόνι και αποφασιστικούς εργατικούς αγώνες στις ταχύτητες του οχήματος της εργατικής πολιτικής, χρειάστηκαν εικοσιδύο μόλις χρόνια, ως το 1905, εικοσιεπτά χρόνια, ως το 1917 και εικοσιεννιά ως το 1919, για την έκρηξη των προλεταριακών επαναστάσεων στη Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία και την ιστορικής σημασίας Οκτωβριανή Επανάσταση.
Η δεύτερη περίοδος που αποσπώνται νίκες είναι από το ΄45 και μετά, με το τέλος της κρίσης του 1929 και την έξοδο από αυτή. Η κρίση του 1929 βρίσκει την Αριστερά και το εργατικό κίνημα να σφραγίζονται από την αίγλη της νίκης της Οκτωβριανής Επανάστασης και ταυτόχρονα από τα όρια της πρώιμης ήττας της, καθώς και της ήττας της γερμανικής και ουγγαρέζικης επανάστασης. Η Αριστερά αυτή την περίοδο αντί των τολμηρών και καινοτόμων προσεγγίσεων “κουρνιάζει στο προϋπάρχον”, καθηλώνεται και απομονώνεται στη λογική του “σοσιαλφασισμού”. Σε συνδυασμό με την ιστορικής σημασίας ήττα της αμερικανικής εργατικής τάξης το 1922-25, το κίνημα παρά τις ηρωικές του εξάρσεις αδυνατεί να αναχαιτίσει την επερχόμενη λαίλαπα του φασισμού που τρέφεται από την κρίση και αποτελεί αστική πολιτική εξόδου από αυτήν. Τα κομμουνιστικά κόμματα υποχωρούν από τα 900.000 στα 450.000 μέλη.
Και μόνο μετά τη “μισή στροφή” του ΄37, την πολιτική των αντιφασιστικών μετώπων, το εργατικό κίνημα και η Αριστερά ανακτούν τη δυναμική τους η οποία όμως συμπυκνώνεται και περιορίζεται στο τρίπτυχο των πολιτικών στόχων “αναγέννηση της αστικής δημοκρατίας, περιορισμός των μονοπωλίων, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή δημοκρατίας” που καθορίστηκαν στο ιστορικής σημασίας 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ωστόσο, η δυναμική του αντιφασιστικού κινήματος και το κύρος των αγωνιζόμενων, η ανατροφοδότηση της εσωτερικής “ανεξέλεγκτης” δυναμικής του από την αίγλη της πρόσφατης τότε νικηφόρας Οκτωβριανής Επανάστασης, προσδίδει το δικό της, χωρίς όρους, όρια και απαγορευμένες περιοχές περιεχόμενο στη ¨λαϊκή δημοκρατία”. Ξεπερνά επομένως στην πράξη και εντός της κίνησης της κοινωνίας τους περιορισμένους στόχους των κομμουνιστικών κομμάτων, που έχουν ανεβασμένο κύρος. Και τελικά δημιουργείται ένας τέτοιος μεταπολεμικός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, που αναγκάζει την αστική τάξη να διαχειρισθεί πολιτικά το οικονομικό ζήτημα με την πολιτική του κράτους πρόνοιας, τις κοινωνικές παροχές, τη νεοαποικιοκρατία και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Οι κοινωνικές παροχές του 1947-85 στην ουσία ήταν κατακτήσεις του κινήματος που υπήρχε και κυρίως του κινήματος που μπορούσε να υπάρξει, της δυναμικής που φώλιαζε εντός του. Αυτές οι κατακτήσεις αρχίζουν να ξηλώνονται από το τέλος της δεκαετίας του ΄80. Το ερώτημα επομένως ξανατίθεται: Ποια Αριστερά, ποιο κίνημα και ποια απειλή κινήματος μπορεί να επιφέρουν κατακτήσεις και ποιες;
Κατάκτηση της κυβέρνησης και όχι της εξουσίας
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΤΕΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Για τη μαρξιστική πολιτική το ζήτημα της εξουσίας είναι βαθύτερο, γενικότερο και ποιοτικά διαφορετικό από το επίσης σοβαρό και αναγκαίο κυβερνητικό ζήτημα που το συνοδεύει. Φυσικά δεν έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών.
Το κυβερνητικό ζήτημα συνοδεύεται αντικειμενικά από το ιστορικό φορτίο που φέρει και το σύγχρονο προβληματισμό που αναπτύσσεται. Το συνάντησε η Αριστερά το 1917 “απ΄ έξω”, με την κυβέρνηση Κερένσκι και το αντιμετώπισε ύστερα από σκληρή διαπάλη στο εσωτερικό της. Με λοκομοτίβα την κομμουνιστική στρατηγική, την εκτίμηση των πολιτικών συσχετισμών, τη σταθερή επιδίωξη της επανάστασης, οι μπολσεβίκοι στόχευσαν τελικά στην ανατροπή της κυβέρνησης, στην κατάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ και τη δημιουργία κεντρικής εργατικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση, ως ένας ενδιάμεσος στόχος ανάμεσα στον καπιταλισμό και την επανάσταση και για τη διευκόλυνσή της, εμφανίστηκε στο εσωτερικό της Αριστεράς από την ίδια την Αριστερά, με την ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1920-1923. Μορφοποιήθηκε στο τρίτο και κυρίως στο τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις τελευταίες ημέρες του Λένιν, με εισηγητή τον Ζηνόβιεφ, ο οποίος κατά καιρούς τη “μετέφραζε” πολιτικά, “εξ αιτίας της πολυπλοκότητας και των προβλημάτων” της κυβερνητικής λογικής. Δέχτηκε έντονη κριτική από τον Τρότσκι. Αποσύρθηκε και εμφανίσθηκε με άλλα ρούχα με τα Λαϊκά Μέτωπα. Και τελικά υποκατέστησε την επανάσταση από αιώνιες παραλλαγές κυβερνητισμού, που οδήγησαν στην ήττα και τον εκφυλισμό. Για να επανεμφανισθεί κυρίως μετά την κρίση του α1973 ως τελικός και όχι ενδιάμεσος στόχος πλέον από την ιστορικά ηττημένη και μεταλλαγμένη Αριστερά, που αυτοπεριορίζεται στην ανιστόρητη, αντιεπιστημονική και μάταιη επιδίωξη πολιτικής διαχείρισης ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Ακραίο πολιτικό προϊόν της αποτέλεσε στην Ελλάδα κυρίως η πορεία προς αλλά και αυτή η ίδια συγκυβέρνηση ΚΚΕ, ΣΥΝ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ. Σύγχρονη πολιτική της έκφραση είναι η Δημοκρατική λεγόμενη Αριστερά. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται μια κάποιας μορφής διαπάλη.
Αυτοφύεται όμως αντικειμενικά εντός του κοινωνικού σώματος του κόσμου του αγώνα ως ένας συνηθισμένος, “φυσιολογικός”, εύκολος σχετικά στόχος ή έστω ευκολότερος από τη μεγάλη περιπέτεια της επανάστασης. Στο άμεσο επόμενο διάστημα στην Ελλάδα το πρόβλημα θα υπεροξυνθεί. Ο λαός θα ενισχύει την Αριστερά, στο τέλος όμως θα προκύπτουν παραλλαγές της σημερινής συγκυβέρνησης Παπαδήμου από τα φθαρμένα αστικά πολιτικά κόμματα. Η Αριστερά θα δεχτεί ισχυρότατη πίεση. Αν μάλιστα αυτό επαναληφθεί, τότε αυτή θα κινδυνεύει να συνθλιβεί ως περιττή και ο λαός για απροσδιόριστο διάστημα να γονατίσει.
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Το καθοριστικό είναι αυτό που έρχεται
ΕΛΚΤΙΚΗ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Στη ζωή όχι μόνο δεν υπάρχει κενό, αλλά μια αέναη δυναμική, μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε αυτό που επικρατεί και σε αυτό που έρχεται να το αντικαταστήσει. Και σε αυτή την ιεραρχημένη σχέση αυτό που παίζει τον πρωτεύοντα και καθοριστικό ρόλο είναι πάντα αυτό που έρχεται και όχι αυτό που φεύγει. Ο καπιταλισμός που φεύγει οριστικά επικαθορίζεται από τον καπιταλισμό που έρχεται, στον οποίο η επιβίωση δεν είναι πλέον το αντίθετο του θανάτου, αλλά το αντίθετο της ζωής. Σε αυτόν τον επερχόμενο κανιβαλικό καπιταλισμό της πρωτοφανούς επιστημονικής, τεχνολογικής ανάπτυξης και του επελαύνοντος σκοταδισμού, του αμύθητου πλούτου και της ανείπωτης φτώχειας, ο αγώνας για μια σύγχρονη ζωή θα απαιτεί είτε την πλήρη παράδοση των όπλων είτε τον επαναστατικό δρόμο.
Η Αριστερά επομένως οφείλει να σταματήσει να αυτοπεριορίζεται στο ρόλο του αυτοθυσιαζόμενου ή το χειρότερο, στο ρόλο του μικροδιορθωτή και να επιστρέψει ως δύναμη εξουσίας. Να ενωθεί με τον εαυτό της και να μιλήσει για τον κομμουνισμό ως το βασίλειο της δυνητικής ευτυχίας του ανθρώπου. Ως το μόνο ρεαλιστικό “επερχόμενο” που εναρμονίζεται με τις ανάγκες, τα δικαιώματα και κυρίως τις υλικές δυνατότητες της ανθρωπότητας που εμπεριέχουν σε ανώτατο στάδιο τους όρους περάσματος στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό. Να μιλήσει ταυτόχρονα για την ιστορία από τη σκοπιά των μελλούμενων ως μέρος του προγράμματός της.
Η Κομμούνα, η Οκτωβριανή και οι μεγάλες εργατικές, αντιαποικιακές, αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις του περασμένου αιώνα είναι οι πρώτες ανολοκλήρωτες απόπειρες του ανθ΄ρωπου, που επιχείρησαν να πάρουν μέτρα – και πήραν – για το βασίλειο της ελευθερίας, οι οποίες ηττήθηκαν και μεταλλάχθηκαν στο αντίθετό τους εξαιτίας τελικά του υποκειμενικού παράγοντα. Να αναδείξει και επιδιώξει την πιο ανεπτυγμένη, αληθινή δημοκρατία που θα έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα, την εργατική δημοκρατία. Στην οποία λόγω των όρων και χρόνου εργασίας η συμμετοχή στα κοινά θα είναι εσωτερικό συστατικό στοιχείο της ζωής. Με τη “Βουλή” εντολοδόχων εκπροσώπων των εργαζομένων, αιρετών και ανακλητών από τις συνελεύσεις των παραγωγικών μονάδων, τα ανεξάρτητα όργανα άσκησης εργατικής πολιτικής και αμειβόμενοι με το μισθό του μέσου εργάτη. Έχοντας υπόψη πως στη σημερινή εποχή της εξωθεσμικής κυρίως δράσης των μονοπωλίων, η υπεραντιδραστική ανάπτυξη της αστικής δημοκρατίας δεν είναι μια παρένθεση αλλά η φυσιολογική εξέλιξή της.
Μια τέτοια επιστροφή στο μέλλον της Αριστεράς δίνει νόημα και συνέχεια στο παρόν. Προσδίδει δυναμική στο άμεσο, αναγκαίο, επείγον και σχετικά αυτοτελές πεδίο της κοινής δράσης της Αριστεράς και τη δυναμική της, στους διαφιλονικούμενους αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης αντιμετώπισης της αστικής πολιτικής για την κρίση. Για παύση πληρωμών του χρέους, άρση των ιδιωτικοποιήσεων, δημόσια και δωρεάν υγεία και παιδεία, άμεση έξοδο από το ευρώ, έξοδο από την ΕΕ στην προοπτική διάλυσής της, εθνικοποίηση και εργατικό – κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, ενίσχυσης του εργατικού εισοδήματος.
Αυτοί οι στόχοι πάλης μπορεί να επιβληθούν εν μέρει και ασταθώς στις σημερινές συνθήκες από ένα αναγεννημένο εργατικό κίνημα, ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο, μια αντίστοιχη Αριστερά. Στο σύνολό τους όμως και ως υποσύνολο του προγράμματος της εργατικής εξουσίας μπορεί να εφαρμοσθούν μόνον από μια εξουσία που θα στηρίζεται στην επαναστατημένη εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα. Σε αυτή τη δυναμική διαδρομή μπορεί να προκύψει, ως υποπροϊόν της δυναμικής του κινήματος στον αγώνα για την επανάσταση και την κατάκτηση της εξουσίας, κυβέρνηση φιλολαϊκού προσανατολισμού ή δυαδική εξουσία. Η Αριστερά, στηριγμένη στα εργατικά και λαϊκά όργανα εργατικής πολιτικής, καθορίζει τη στάση της απέναντί της – επομένως δεν τη σνομπάρει – με γνώμονα την προώθηση και ενίσχυση της συνολικής πολιτικής δυναμικής του κινήματος και της επανάστασης.