Ανάλυση: Αντώνης Κουρούκλης*
*Πρόεδρος της Ομοσπονδίας των εργαζομένων στα ασφαλιστικά Ταμεία ΠΟΠΟΚΠ
Η κυβέρνηση της ΝΔ κινείται πάνω στις βασικές αρχές του νόμου Κατρούγκαλου του οποίου προεκλογικά υποσχόταν την κατάργηση. Το νομοσχέδιο Βρούτση είναι δώρο στις ασφαλιστικές εταιρείες
και στην εργοδοσία. Επιβεβαιώνει τη διχοτόμηση της σύνταξης σε μία πενιχρή «εθνική»
και σε μία ανταποδοτική που θα καθορίζεται στο πλαίσιο ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο Βρούτση έχει ξεκάθαρο προσανατολισμό την επέκταση της βασικής αρχιτεκτονικής του νόμου Κατρούγκαλου, ο οποίος παραμένει σαν «νόμος-πλαίσιο» για το σύνολο της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Εντελώς σχηματικά να υπενθυμίσουμε ότι πυρήνας αυτής της αρχιτεκτονικής είναι ο διαχωρισμός της συνταξιοδοτικής παροχής σε «εθνική» και «ανταποδοτική». Η πρώτη χρηματοδοτούμενη από τον κρατικό προϋπολογισμό και η δεύτερη από τις εισφορές, στη βάση του διανεμητικού συστήματος — δηλ. οι εισφορές των εργαζόμενων χρηματοδοτούν τους ήδη συνταξιούχους.
Πάνω σε αυτές τις «υποδοχές», ας δούμε τις άμεσες τροποποιήσεις αλλά και τις πραγματικές «τάσεις» που χαρακτηρίζουν το σχέδιο νόμου του Βρούτση, έστω κι αν στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ότι, «όταν έχεις μπροστά σου τον λύκο δεν χρειάζεται να αναζητάς τα χνάρια του». Από τη μια, λοιπόν, υποσκάπτει τους πόρους της ανταποδοτικής και από την άλλη προετοιμάζει τη μετάλλαξη του σημερινού της χαρακτήρα. Η ποσοτική παρέμβαση αφορά τη μείωση των εισφορών και επηρεάζει τους ήδη συνταξιούχους και ασφαλισμένους, ενώ η ποιοτική τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, ανάλογα με το πού ακριβώς θα τοποθετηθεί χρονικά η «μεζούρα» εισαγωγής αμιγούς κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην κύρια σύνταξη. Καθοριστικό βήμα προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση αποτελεί η ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ στον ΕΦΚΑ και είναι η κρισιμότερη διάταξη του πρώτου μέρους του νομοσχεδίου. Για τους σημερινούς δικαιούχους είναι προδιαγεγραμμένη η σταδιακή ενσωμάτωση της φθίνουσας επικουρικής στην κύρια σύνταξη.
Το σύνολο των εισφορών τους θα εγγράφεται σε ατομικούς λογαριασμούς και η διαχείριση θα γίνεται από ιδιωτικές επενδυτικές εταιρείες. Εναλλακτικά, είναι δυνατόν να επιλεγεί η λύση της πλήρους κατάργησης εργοδοτικών και ατομικών εισφορών τους, όπου όμως η όποια αύξηση του ονομαστικού μισθού –πιθανόν κι ένα μεγαλύτερο μέρος– θα διοχετεύεται υποχρεωτικά σε επαγγελματικά ταμεία, στη βάση συστήματος καθορισμένων εισφορών και μη εγγυημένων παροχών. Να επισημάνουμε επίσης ότι, με τη συγκεκριμένη ενοποίηση, ανοίγει ο δρόμος για την εκ νέου καταλήστευση των αποθεματικών του ΕΤΕΑΕΠ που πλησιάζουν τα 8 δισ. ευρώ.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου νόμου αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ΕΦΚΑ και του συστήματος απονομής συντάξεων. Εδώ ο Γ. Βρούτσης ξεπερνά σε θράσος τον ίδιο του τον εαυτό, αφού το 2013, από την ίδια θέση, είχε εξαγγείλει ακριβώς το ίδιο, με καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου την 31/12/2014. Η όλη κατάσταση έχει καθαρά επικοινωνιακό χαρακτήρα και ποντάρει στις ήδη ψηφιοποιημένες συντάξεις θανάτου προς μεταβίβαση που ξεπερνά το 30%, το οποίο τον προσεχή Ιούνιο θα παρουσιάσει σαν αποτέλεσμα των δικών του πολιτικών.
Η ένταξη του ΕΤΕΑΕΠ (επικουρικές) στον ΕΦΚΑ οδηγεί στη λεηλασία
των αποθεματικών του και στην ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων
Το τρίτο μέρος είναι εκείνο με το οποίο ασχολούνται περισσότερο τα ΜΜΕ και οι διάφοροι «ειδικοί», είτε εστιάζοντας μονομερώς στις όποιες ευνοϊκές του διατάξεις, είτε αποκρύπτοντας ή παρουσιάζοντας σαν θετικές κάποιες πραγματικά «σκοτεινές» διατάξεις του. Οι πρώτες αφορούν την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης από τα τριάντα έως τα σαράντα έτη ασφάλισης και την κατά 0,5% αύξηση κατ’ έτος από τα σαράντα έτη και πάνω. Επίσης, την επαναφορά των επικουρικών συντάξεων στο ύψος του Δεκεμβρίου 2014, που όμως με όρους πραγματικών αυξήσεων αφορά όσους είχαν άθροισμα κύριας και επικουρικής από 1.300 ευρώ και πάνω. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις θα έχουν αναδρομική ισχύ από τον 10/2019 (απόφαση ΣτΕ). Ταυτόχρονα, όμως, με το άρθρο 47 καταργείται αυτό που η προηγούμενη κυβέρνηση, για τους δικούς της –προεκλογικούς κυρίως–λόγους, αποκαλούσε «επαναφορά της 13ης σύνταξης». Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο για πλήρη επαναφορά, η συγκεκριμένη παροχή αφορούσε κλιμακωτά σε τουλάχιστον δύο εκατομμύρια συνταξιούχους.
Είναι όμως τα άρθρα 35 & 48 που κατά την άποψή μας αιτιολογούν όσα αναφέραμε στην αρχή σχετικά με τις εισφορές. Το άρθρο 35 αφορά την πλήρη υιοθέτηση θέσεων της «ελίτ» των αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, οι οποίες αφορούν την καθιέρωση ενιαίας κατώτατης υποχρεωτικής ασφαλιστικής κατηγορίας και ελεύθερη επιλογή κάθε άλλης ανώτερης. Στην ουσία, πρόκειται για ελεύθερη επιλογή μεταξύ δημόσιας ασφάλισης και ιδιωτικών συμβολαίων. Με αφορμή επιμέρους στρεβλώσεις και ανισότητες που προκαλούσε το προηγούμενο καθεστώς, ουσιαστικά εξισώνουν το –αυξημένο πλέον– ποσό καταβολής εισφορών των χαμηλών εισοδημάτων που αποτελούν την πλειοψηφία, με τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα, τα οποία αναλογικά απαλλάσσονται σχεδόν από την υποχρέωση καταβολής εισφορών. Πιο απλά, ό,τι καταβάλλει ο ασφαλισμένος με ύψος εισοδήματος 7.000 ευρώ θα καταβάλει κι αυτός με εισόδημα 70.000 ευρώ!
Η προφανής απώλεια εσόδων του ΕΦΚΑ που χρηματοδοτούν την ανταποδοτική σύνταξη, θα καλυφθεί εν μέρει από τις εισφορές των μισθωτών, ενώ οι τελικές αποδοχές των χιλιάδων ασφαλισμένων που θα αδυνατούν να επιλέξουν ανώτερη κατηγορία θα αφορούν σε συντάξεις πείνας. «Ύποπτη» μοιάζει και η κατηγοριοποίηση των εισφορών τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Με το άρθρο 48 προβλέπεται νέα μείωση ασφαλιστικών εισφορών. Σηματοδοτεί βέβαια την κυρίαρχη τάση η οποία σταδιακά από τη μια απαλλάσσει τους εργοδότες από την υποχρέωση καταβολής εργοδοτικών εισφορών και από την άλλη εξατομικεύει το ζήτημα της ασφάλισης μεταθέτοντας την ευθύνη χρηματοδότησή της στον εργαζόμενο. Είναι πλέον όπως είπαμε παραπάνω, ο μεμονωμένος εργαζόμενος που θα κληθεί να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για την τοποθέτηση μέρους του εισοδήματός του εντός ενός αμιγώς κεφαλαιοποιητικού πλαισίου. Εννοιολογικά δε, η μη υποχρέωση καταβολής εργοδοτικών εισφορών αποκόπτει το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης από τον βασικό ταξικό του προσδιορισμό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι, υπό τον φόβο της εμφάνισης περαιτέρω άμεσου ελλείμματος στον τρέχοντα προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ, η αρχική μείωση κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες αφορά:
Πρώτο, κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλίστρων υπέρ κλάδου ανεργίας! Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48% στο ασφάλιστρο του εργοδότη (!) και κατά 0,27% στο ασφάλιστρο του εργαζομένου. Παράλληλα μειώνει την κρατική επιχορήγηση στον ΟΑΕΔ κατά 150 εκατ. ευρώ.
Δεύτερο, κατά 0,15% των ασφαλίστρων υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ) η οποία αφορά αποκλειστικά το ασφάλιστρο του εργαζομένου. Αυτό συμβαίνει επειδή απλούστατα έχει ήδη καταργηθεί η αντίστοιχη εισφορά του εργοδότη. Για να συμβεί δε αυτό, η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον Παπαδήμο, έριξε σε μια νύχτα «μαύρο», καταργώντας τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας και τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, προκειμένου όπως είπαμε να απαλλάξει τους εργοδότες από τη συγκεκριμένη υποχρέωση.
Η συνολική μείωση μέχρι το 2023 η οποία μοιραία θα συμπεριλάβει έσοδα του κωδικού χρηματοδότησης των συντάξεων προβλέπεται να φτάσει στο 5%, δηλαδή από το σημερινό 20% (13,33% εργοδότης – 6,67% εργαζόμενος) να φτάσει στο 15%.
Συρρικνώνεται η κρατική επιχορήγηση
▸ Αβέβαιο το μέλλον σε ένα περιβάλλον απορρύθμισης της εργασίας
Το πρόβλημα της χρηματοδότησης της ανταποδοτικής σύνταξης ακόμη και των σημερινών συνταξιούχων, το οποίο δυστυχώς η πλειοψηφία παραβλέπει θεωρώντας την εγγυημένη, εκτός από τις εισφορές έχει κι άλλη διάσταση. Αφορά στο συρρικνωμένο δυνητικά ποσοστό κρατικής επιχορήγησης που τουλάχιστον μέχρι τώρα συνεχίζει να υφίσταται και το οποίο σταδιακά, στη βάση των μνημονιακών δεσμεύσεων, θα προσαρμοστεί στο ύψος χρηματοδότησης της εθνικής σύνταξης. Όλα αυτά βέβαια – υποθέτουμε και η «αόρατη» αναλογιστική μελέτη που βεβαιώνει τη βιωσιμότητα του συστήματος μέχρι το 2070! – αφορούν σε παραδοχές που θεωρούν σχετικά σταθερή τόσο τη θέση της μισθωτής εργασίας όσο και τους διαμορφωμένους όρους παραγωγής και διανομής. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις μεσοπρόθεσμες αλλαγές σε ολόκληρη τη σφαίρα της παραγωγικής διαδικασίας, ακόμη και προβλέψεις που αφορούν στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας θεωρούνται επισφαλείς.
Δεν θα είναι πλέον οι εισφορές, ούτε το κλασικό διανεμητικό σύστημα που θα μπορούν να σηκώσουν το βάρος. Το συγκεκριμένο ζήτημα βέβαια αφορά σε πολύ ευρύτερες –πιθανότατα «τεκτονικές»– αναταράξεις που πιθανότατα θα αγγίξουν τόσο τον χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων όσο και το πλαίσιο συγκρότησης (ή αποσυγκρότησης) της εργατικής τάξης, οδηγώντας τις ανισότητες στα άκρα. Για το κεφάλαιο, την πεθαμένη εργασία που σαν τον «δράκουλα» ενεργοποιείται, καταναλώνοντας ζωντανή εργασία, οι αντιφάσεις επίσης θα οξυνθούν εντός του πλαισίου της φαινομενικής σχετικής του απεξάρτησης απ’ αυτήν και μιας πρωτοφανούς υπερσυσσώρευσης που ολοένα και περισσότερο θα υπονομεύει τους όρους αναπαραγωγής του. Ταυτόχρονα, ο κόσμος της εργασίας θα βρεθεί αντιμέτωπος με την ακραία εκμετάλλευση αλλά και κρίσιμα διλλήματα (πλήρης υποταγή, φοβικές αντιδράσεις, αυθόρμητες εξεγέρσεις, συνειδητές διεκδικήσεις κλπ), σπρώχνοντας την ταξική πάλη σε ασύμμετρες ταλαντώσεις.
Ευνοημένοι δικαστές,υψηλοσυνταξιούχοι και μεγαλοαγρότες
Το νομοσχέδιο όσον αφορά στον e-ΕΦΚΑ, και πέρα από επιμέρους τροποποιήσεις του υφιστάμενου οργανογράμματος, προβλέπει τη δημιουργία επιπλέον διοικητικών και οργανωτικών δομών για την επικουρική και το εφάπαξ. Όπως και η προηγούμενη έτσι και η σημερινή πολιτική ηγεσία, επιχειρεί να «εκβιάσει» τη δημιουργία ενιαίων περιφερειακών υπηρεσιών, παρουσιάζοντας την απλή συστέγαση επιμέρους ταμείων σαν πραγματική και ουσιαστική ενοποίηση. Για λόγους επικοινωνιακής εκμετάλλευσης, παρακάμπτει τις αντικειμενικές αδυναμίες μιας άμεσης τέτοιας προοπτικής, σε βάρος της εξυπηρέτησης των ασφαλισμένων, των εργασιακών συνθηκών και της αφόρητης πίεσης όλων των συναδέλφων. Επιπλέον, αν τελικά περάσει το νομοσχέδιο, από τη στιγμή που θα τολμήσουν να παρέμβουν άμεσα στο υφιστάμενο πλαίσιο λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ, η κατάσταση θα προκαλέσει πολύ πιο «χαοτικές» καταστάσεις απ’ ό,τι η ενσωμάτωση του Γενικού Λογιστηρίου Κράτους.
Επομένως, το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου όχι μόνο δεν βελτιώνει αλλά ενισχύει το αντι-ασφαλιστικό πλαίσιο Κατρούγκαλου. Επιμερίζει δυσανάλογο βάρος στις πλάτες της μισθωτής εργασίας και δυνητικά αφήνει εκτός του ευρύτερου εγγυητικού πλαισίου της κοινωνικής ασφάλισης τις νέες γενιές εργαζόμενων. Ταυτόχρονα ευνοεί συγκεκριμένες κατηγορίες υψηλοσυνταξιούχων (μεταξύ άλλων των δικαστών), αυτοαπασχολούμενων, ελευθ. επαγγελματιών και αγροτών με υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα και βέβαια ικανοποιεί τις πάγιες απαιτήσεις του ΣΕΒ για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Την ίδια μάλιστα στιγμή που στη Χιλή, του πλήρως απορρυθμισμένου και ιδιωτικοποιημένου συστήματος ασφάλισης και των συντάξεων πείνας, βασικό αίτημα των έντονων και συνεχών κινητοποιήσεων είναι η επιβολή εισφοράς στην εργοδοσία για την ενίσχυση του συστήματος, έστω στο ύψος του 5% από το μηδέν που ήταν τα τελευταία σαράντα χρόνια.